ΕΝΤΥΠΟ ΥΛΙΚΟ


Μια Γυναίκα δεν βιάζεται ποτέ μόνο μια φορά

>> Διαβάστε σε PDF <<

 

 

“Αν νομίζουμε ότι με το να συζητάμε έχουμε έρθει (άντρες και γυναίκες) κοντύτερα τα τελευταία χρόνια, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε το θέμα του βιασμού. Οι άντρες φαίνονται ανίκανοι να καταλάβουν τι σημαίνει βιασμός για μια γυναίκα – το αίσθημα μιας ολοκληρωτικής παραβίασης των δικαιωμάτων της ή η απειλή βιασμού που πλανιέται εφ’ όρου ζωής πάνω από την ελευθερία των κινήσεών της… Εκείνο που βασικά τους χωρίζει είναι η έννοια του βιασμού σαν πράξη εχθρότητας και επιθετικότητας, όπως το τι βλέπουν, τι γνωρίζουν και τι βιώνουν οι γυναίκες, και ο βιασμός σαν ερωτική πράξη όπως την αντιλαμβάνονται οι άντρες”

Molly Haskell, Rape in the movies: Update on an ancient war,

[The Village Voice, 8 Οκτωβρίου 1979]

 

 

“Αυτοί που αμφισβήτησαν όλη τη δύναμή σου

είναι αυτοί που μίσησαν την ίδια τη ζωή σου

αυτό σημαίνει καπιταλισμός πατριαρχία

γ’ αυτό φοβούνται την φεμινιστική θεωρία

το κράτος έχει αδύναμα σημεία, είπα

φοβάται πάντα αυτό που γεννάει, Μήτρα”

Μήτρα, 2021

 

 

Αν και πάντα είναι ενδιαφέρον και αναγκαίο να γίνονται αναλύσεις πάνω στο ζήτημα του βιασμού, επειδή ήδη υπάρχει πλούσιο και πολύ καλοδουλεμένο υλικό σε αυτό το κείμενο θα γίνει μια εστίαση στη μεγαλύτερη παθογένεια και το μεγαλύτερο καρκίνωμα αυτού του τεράστιου ζητήματος που λέγετε “κινηματικός βιασμός” ή βιασμός στον χώρο του κινήματος. Αυτό που πρέπει αρχικά να ξεκαθαριστεί, για ακόμη μια φορά, είναι ότι για έναν βιασμό –και γενικότερα μια σεξουαλική παραβιαστική συμπεριφορά– δεν ευθύνεται ποτέ μόνο ο θύτης αλλά και όλοι όσοι/όσες θα τον καλύψουν είτε ολοφάνερα είτε υποβαθμίζοντας την ή τις πράξεις του σε πολιτικό, φιλικό και κάθε άλλου είδους επίπεδο. Αυτό το σημείο όμως χρίζει ιδιαίτερης προσοχής γιατί έχουμε γίνει πλέον μάρτυρες ενός φαινομένου που πολύ εύκολα γίνεται επικίνδυνο και τοξικό. Όταν έχουμε να κάνουμε με μια καταγγελία, λόγω της έντασης που μας περιλούζει ακαριαία όσους και όσες υπερασπιζόμαστε τα θύματα πάσης φύσεως σεξουαλικής κακοποίησης, λειτουργούμε πολλές φορές παρορμητικά με αποτέλεσμα να τους “παίρνει όλους η μπάλα”. Έτσι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν θεωρούμε αυτομάτως συγκαλυπτές φίλους και γνωστούς θυμάτων πριν ακόμα μάθουμε τι στάση κρατούν και ποια είναι η θέση τους για τέτοιου είδους ζητήματα.

                Το αναρχοματσιλίκι, το ακαμπιλίκι, το αντίφα και γενικότερα όσες έννοιες έχουν να κάνουν με μια τοξική αρρενωπότητα που συνδέεται με τις ελευθεριακές ιδέες, ενώ είναι κάτι αδύνατο να συμβεί καθώς μιλάμε για πλήρως αντιμαχόμενες έννοιες, ο “χώρος” του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού κινήματος κατάφερε να τις ταυτίσει. Για την ακρίβεια όχι απλώς να τις ταυτίσει, αλλά να τις μετατρέψει σ’ ένα πλήρες αποδεκτό lifestyle της άρνησης μιας πατριαρχικοποιημένης τοξικής αρρενωπότητας. Εδώ και δεκαετίες θεωρείτε πολύ νορμάλ “συντρόφια” να υιοθετούν αυτό το ματσο-αναρχικό στυλ –είτε μιλάμε για αμφίεση, είτε για τρόπο ομιλίας, είτε για τρόπο συμπεριφοράς– και όλο αυτό να φαντάζει στα μάτια μερικών “συντροφισσών” ως επαναστατικό προφίλ. Και κάπου εδώ αρχίζει να ξετυλίγεται η προσωπική μου οργή για όσα λέω τόσα χρόνια μέσα από τα τραγούδια, τις πολιτικές μου επίσημες θέσεις και τοποθετήσεις σε κλειστότερου κύκλου συζητήσεις με συντρόφους και φίλους.

                Μια Γυναίκα που θα μπει στη διαδικασία να επικοινωνήσει την καταγγελία βιασμού της μέσα στο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα, αυτομάτως, βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από τον αν το έκανε μέσα από την παραδοσιακή νομική διαδικασία που όλοι και όλες γνωρίζουμε τον μισογυνικό της χαρακτήρα – οι νόμοι είναι προστάτες του συστήματος και αυτό σημαίνει προστασία της πατριαρχικής κουλτούρας σύμφωνα με την οποία είναι δομημένο. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η διαφορά; Η απάντηση είναι γνωστή αλλά ας ειπωθεί για πολλοστή φορά γι’ αυτούς που ίσως δεν το έχουν αντιληφθεί και κατανοήσει.

                Το πρώτο ανάχωμα πίσω από το οποίο κρύβονται όλοι οι βιαστές που κινούνται εντός του α/α χώρου είναι τα αναρχοπαράσημα τα οποία λόγω της τεράστιας παθογένειας του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος αποκτούνται πάρα, μα πάρα πολύ εύκολα. Το έχω πει εκατοντάδες φορές –βλ. για παράδειγμα το κομμάτι Έτσι δεν είναι [Λ7: Χαμένοι στον καπιταλισμό]–, ακόμη κι ένας απλός αντιμπατσικός, αντιφασιστικός ή έστω αντικρατικός στίχος είναι αρκετός για να βαπτιστεί και να θεωρηθεί κάποιος αναρχικός ή “του χώρου”. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με την ενεργή συμμετοχή σε συνελεύσεις, σε κάποιο “σκηνικό” στο δρόμο, από κάποιο πλημμέλημα κ.λπ. Με άλλα λόγια ο α/α χώρος προσφέρει μια τεράστια γκάμα για όποιον θέλει να αποκτήσει το αναγκαίο κινηματικό παράσημο για να μπορεί να έχει πρόσβαση στα διάφορα προνόμια – όπως αυτό του υποτιθέμενου απελευθερωμένου ή ελεύθερου έρωτα που προσφέρει το κίνημα. Έναν υποτιθέμενο απελεθερωμένο έρωτα που όπως είχαν αναλύσει οι φεμινίστριες των περασμένων δεκαετιών σημαίνει οι σύντροφοι να βιάζουν και να κρύβονται πίσω από την καραμέλα της συντροφικότητας, του κινήματος, του αντισεξισμού και του πολιτικού συντρόφου: “…οι νέες αντιλήψεις προωθούσαν τον «ελεύθερο έρωτα» και απέρριπταν τον σεξουαλικό συντηρητισμό που υποστηριζόταν έως τότε από τη γονεϊκή κουλτούρα. Αυτό όμως κατέληξε να σημαίνει στην πράξη την υποταγή των γυναικών σε μια καθοδηγούμενη από τους άντρες πολιτιστική επανάσταση. Σήμαινε την κυριαρχία μιας φαλλοκρατικής αριστεράς, η οποία ούτε καταλάβαινε ούτε ενδιαφερόταν για τα συγκεκριμένα ζητήματα που μπορεί να ήθελαν να θέσουν προς συζήτηση οι γυναίκες. Η Μπέατρις Φάουστ (Beatrice Faust) επισημαίνει ότι «οι γυναίκες έγιναν συνένοχες σε μια λογική πορνό: οι ιδεαλίστριες χρησιμοποιήθηκαν για να ζωγραφίζουν τα πανό, να αναλαμβάνουν τις υπαλληλικές εργασίες και να παρέχουν υλικές ανέσεις – από τις οποίες ο καφές και το μουνί ήταν τα πιο περιζήτητα»” (Brian McNair, Η κουλτούρα του στριπτίζ: Σεξ, μέσα ενημέρωσης και ο εκδημοκρατισμόςς της επιθυμίας, Σαββάλας, σ. 53).

                Σε κάθε λοιπόν καταγγελία βιασμού εντός του α/α χώρου η πρώτη αντίδραση προς την καταγγέλλουσα, που συνήθως έρχεται πρώτα από τον ίδιο τον θύτη, είναι το “ποιον πιστεύεις ότι θα πιστέψουν;”. Αυτό το ερώτημα αποκαλύπτει αυτομάτως το εμετικό εξουσιαστικό πατριαρχικό μοτίβο που κατασκεύασε ο κατά άλλα αναρχικός χώρος που εναντιώνεται στην πατριαρχία και στην εξουσία: ο “σύντροφος” βιαστής, έχοντας τα ανάλογα αναρχοπαράσημα, είναι αυτομάτως ο μόνιμα αθώος, ο τελευταίος που πρέπει να υποψιαστείς, αυτός που πίσω από την ταυτότητα του πολιτικού συντρόφου μπορεί να δικαιολογεί και να δικαιολογείται κάθε του πράξη. Η καταγγέλλουσα είναι πάντα είτε η τρελή –περίπτωση του Βόλου–, είτε αυτή που θέλει να δομήσει μια πολιτική ταυτότητα χρησιμοποιώντας μια καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης (!), είτε –σε περίπτωση που είναι αρκετά νεαρή–, μια γκρούπι, μια τσιμπουκλού κι ένα ξεκωλάκι που προκάλεσε τον βιασμό της ή τον βιαστή της, που αυτή το ζήτησε, ήθελε και τα έπαθε κ.λπ. Από αυτή την εμετική κατάσταση περνάμε στην συγκάλυψη και στους λόγους που κάποιος ή κάποια συγκαλύπτει τον βιαστή.

                Κάποτε είχα πει σ’ έναν αγαπημένο μου σύντροφο: “Είστε πολύ τυχεροί γιατί με την εμπειρία που αποκτήσατε απ’ όσα συνέβησαν σ’ εμάς και τον τρόπο που διαχειριστήκαμε την καταγγελία, θα δεις ότι σε ανάλογη περίπτωση καταγγελίας βιασμού οι περισσότεροι θα ταχθούν υπέρ της καταγγέλλουσας, όχι επειδή είναι πραγματικά αναρχικοί και αντισεξιστές και την πιστεύουν, αλλά από φόβο μήπως χάσουν την πολιτική τους ταυτότητα ως υποτιθέμενοι αναρχικοί-αντισεξιστές”. Η ιστορία έδειξε πώς όχι απλώς είχα δίκιο, αλλά με τις τελευταίες καταγγελίες έχουμε μια τρομακτική ενίσχυση αυτού του φαινομένου.

Αν η καταγγέλλουσα δεν διαθέτει τα ανάλογα αναρχοπαράσημα ή, ακόμη χειρότερα, δεν ανήκει και δεν κινείται στον αναρχικό χώρο και ο θύτης είναι “επιφανής” σύντροφος, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η καταγγελία της θα θεωρηθεί αναξιόπιστη. Έτσι ο α/α χώρος δημιούργησε ένα μοντέλο που θα ζήλευε ακόμα και το κράτος: αν μια κοπέλα θέλει να γίνει πιστευτός ο βιασμός της και η καταγγελία της να θεωρηθεί… έγκυρη, θα πρέπει να έχει τρόπους να αποδείξει ότι είναι μια “μάχιμη” συντρόφισσα. Όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει στον έξω κόσμο όπου αν μια σεξεργάτρια καταγγείλει τον βιασμό της δεν γίνεται ποτέ πιστευτή από τις αρχές και την κοινωνία γιατί “πουτάνα είναι και τα ήθελε”. Ή, αντίστοιχα, μόνο μια Γυναίκα που ανήκει στα μικρομεσαία και άνω στρώματα, είναι εργαζόμενη –ακόμη καλύτερα αν είναι και μητέρα– και καταγγείλει τον βιασμό της –επίσης ακόμη καλύτερα αν ο θύτης είναι “αλβανός”, “πακιστανός” κ.λπ.– έχει τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει πιστευτή και να θεωρηθεί ότι βιάστηκε “πραγματικά”. Έτσι ακριβώς λειτουργεί και ο χώρος με τις δικές του παραμέτρους που κρύβονται πίσω από το πέπλο της συντροφικότητας, του υποτιθέμενου αναρχισμού, του αντισεξισμού, της αντι-πατριαρχικής ντεμέκ κουλτούρας, της “μαχητικότητας” και πάει λέγοντας. Στους κινηματικούς βιασμούς υπάρχει πάντα το “συντροφόμετρο”, το “αναρχόμετρο” και μια σειρά ακόμα τέτοιου είδους εργαλεία αξιολόγησης της κάθε καταγγέλλουσας και της κάθε καταγγελίας.

                Ο λόγος της ύπαρξης στρατιάς –άλλοτε μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης– ατόμων που θα υποστηρίξουν τον βιαστή οφείλεται σε πολλούς λόγους που ξεπερνάνε την βασική αιτία του “έξω” κόσμου – όπου εκεί η συγκάλυψη και η υπεράσπιση του θύτη προέρχεται από την κουλτούρα του βιασμού που εμποτίζεται στη κοινή λογική ενός πατριαρχικοποιημένου αρσενικού. Η πρώτη και βασικότερη αιτία είναι οι κινηματικές λυκοφιλίες και η ανάγκη διατήρησης του ετεροκαθορισμού. Στον α/α χώρο τα άτομα δεν αυτοπροσδιορίζονται αλλά ετεροκαθορίζονται με βάση πολιτικές συλλογικότητες (ιδρυματοποίηση) και ιδέες. Το λέω διαρκώς και κάθε φορά επιβεβαιώνομαι: ο α/α χώρος αποτελεί έναν “χωρόμυλο” και δεν διαθέτει καμία ταξική και ισχυρά συγκροτημένη ιδεολογική συνοχή. Αυτοί που συγκαλύπτουν καταγγελίες βιασμών και βιαστές αποτελούν ανθρώπους που δεν είναι πραγματικά άνθρωποι με ελευθεριακές ιδέες, δεν έχουν κανένα ανάλογο βίωμα, δεν είναι περήφανα μέλη του προλεταριάτου. Το λεξιλόγιό τους δεν έχει ταξικές παθογένειες επειδή προέρχονται και μεγάλωσαν σε προλεταριακά-εργατικά περιβάλλοντα –όπου και εδώ η κατηγορία της παθογένειας τίθεται υπό συζήτηση και αυτό το θέτω ως περήφανος προλετάριος και γόνος προλετάριων–, αλλά επειδή είναι πραγματικά μικροαστόπαιδα με σεξιστικές και μισογυνικές αντιλήψεις. Εισήλθαν στο χώρο όχι από ανάγκη και πραγματική επιθυμία ν’ αλλάξουν τον κόσμο, όχι επειδή είναι πραγματικά καταπιεσμένα άτομα και έχουν το όραμα της αναρχικής κοινωνίας και της εξάλειψης της εξουσίας και του πατριαρχικού καρκινώματος, αλλά επειδή θέλουν να έχουν πρόσβαση στα κινηματικά προνόμια – κυρίως το εύκολο σεξ και για την ικανοποίηση της ανάγκης ν’ ανήκουν κάπου.

Αν σταματήσει η διαδικασία του κινηματικού ετεροκαθορισμού αυτού του είδους τα άτομα θα χάσουν την πρόσβαση στην εύκολη, γρήγορη και ανέξοδη ηδονή, στην εύκολη παρτουζίτσα με “πιτσιρίκες που τώρα μπαίνουν στο χώρο”, στις γρήγορες “συντροφικές πίπες” στα πάρτι, θα χάσουν την κινηματικού τύπου αναγνώριση, θα χάσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, με άλλα λόγια θα πάψουν να υπάρχουν σαν άτομα. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανενός είδους κουλτούρα και συγκροτημένη ολιστικά δομημένη σκέψη, δεν ξέρουν να μιλάνε και να συνεννοούνται με “απλούς” ανθρώπους και έτσι και τους πετάξεις στον “έξω” κόσμο, δηλαδή στον πραγματικό κόσμο έξω από την μικρόκοσμο του κινήματος, δεν θα μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν και να επιβιώσουν ούτε για μια μέρα.

Οι συγκαλυπτές και “ξεπληματίες” του κινήματος είναι στην ουσία μια πιστή αντιγραφή των μικρομεσαίων αφεντικών και των παραδοσιακών σεξιστών του “μίζερου κόσμου” που κρύβονται καλά κάτω από το περιτύλιγμα της κινηματικής ταυτότητας. Και επειδή ο χώρος λέει “θάνατο στους σεξιστές” και άλλα τέτοια μεγάλα λόγια αλλά στη πράξη αντί για θάνατο προσφέρει σχεδόν πάντα συγκάλυψη και “έλα μωρέ τον ξέρουμε, είναι πολύ καλός σύντροφος και αγωνιστής” και “χάλασε η παρτούζα και το έκανε θέμα”, το αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα αποτελεί εδώ και πολύ καιρό το ασφαλέστερο μέρος για να κυκλοφορούν και να δρουν βιαστές, συγκαλυπτές και όλο το συνάφι τους – μέσα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και γυναίκες δήθεν συντρόφισσες ή “του χώρου”.

                Τα παραδείγματα από την Αθήνα μας έδειξαν μια πολύ πιο αναβαθμισμένη εκδοχή αυτού του φαινομένου που δεν αφορά τον ετεροκαθορισμό αλλά την διασφάλιση των κερδών. Το ότι ο χώρος είναι γεμάτος από αναρχοαφεντικά και τσαρλατάνους που το παίζουν αντίφα και δήθεν αναρχικοί για να ανοίξουν μετά το μαγαζάκι τους ή να κάνουν τα δήθεν κινηματικά πάρτι οικονομικής ενίσχυσης για να έχουν μερικές καλές αρπαχτές, είναι γνωστό επίσης εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο γνωστή είναι και η συνταγή που χρησιμοποιούν άτομα που το παίζουν τάχα φιλοαναρχικοί/φιλοκινηματικοί και πολιτικοποιημένοι για να αυξήσουν το κοινό τους με την ελπίδα ότι θα τσιμπήσουν πιτσιρίκες του χώρου και πιτσιρικάδες που βράζει το αίμα τους – και αντίστοιχα σύντροφοι/ες που τους προσφέρουν πλυντήριο καλώντας τους σε live οικονομικής ενίσχυσης κ.λπ. Η Αθήνα μας έδειξε ότι εδώ οι λυκοφιλίες και οι υπερασπίσεις των βιαστών γίνονται γιατί υπάρχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα. Όταν για παράδειγμα ο θύτης διατηρεί κατάστημα –οι γνωστές περιπτώσεις με μουσικά στούντιο, τατουατζίδικα, κ.λπ.–, ο πρώτος που θα υποστηρίξει τον βιαστή, όπως και έχει ήδη συμβεί, είναι αυτός που θα είναι και μέτοχος στα κέρδη των εταιριών-καταστημάτων που διατηρεί ο βιαστής. Βλέπουμε να υπάρχει καμία διαφορά με τον “έξω” κόσμο; Με τους “συμβατικούς” βιασμούς που γίνονται στην “κοινωνία των μικροαστών”; Η απάντηση είναι αυτονόητη μόνο που εδώ υπάρχει μια τρομακτική λεπτομέρεια.

                Ο βιαστής και γενικότερα ο “σύντροφος” με τις παραβιαστικές συμπεριφορές καλύπτεται μ’ έναν πολύ ευφυή τρόπο που του δικαιολογεί τα πάντα χωρίς να χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια από τον ίδιο στο να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Η γκάμα περιλαμβάνει από ψεύτικες σεξουαλικές ταυτότητες –παραδείγματα ατόμων “κινηματιών” που το παίζουν bisexual για να προσεγγίζουν bisexual κοπέλες μπας και κάτσει κανένα τρίο–, mcs που το παίζουν αντίφα, ακαμπ και δήθεν πολιτικοποιημένοι μπας και ακουστούν, μέχρι το πολυπόθητο αναρχοπαράσημο που ξεκλειδώνει τον μεγαλύτερο βαθμό συγκάλυψης κάθε παραβιαστικής πράξης και συμπεριφοράς. Σύντροφοι είμαστε “έλα να σου σκίσω (συντροφικά) τον κώλο”, σύντροφοι αντισεξιστές είμαστε “πάρε μου ένα (συντροφικό) τσιμπούκι”, σύντροφοι είμαστε “έλα να κάνουμε καμιά (συντροφική) παρτούζα”, σύντροφοι είμαστε πώς γίνεται να υπάρχει βιασμός και παραβιαστική συμπεριφορά μεταξύ πολιτικών συντρόφων; Στο όνομα της σεξουαλικής απελευθέρωσης και του αντι-πατριαρχικού αγώνα ας γαμήσουμε μερικά σώματα, ας διαλύσουμε μερικές ψυχές, ας καταστρέψουμε μερικές ζωές Γυναικών που ψάχνουν να βρουν λίγο οξυγόνο σ’ αυτόν τον κόσμο που τις μισεί, τις εχθρεύεται και έπαψε να τις θαυμάζει.

Όλα αυτά βασίζονται και χτίζονται πάνω στην ιδέα ότι μόνο η παρουσία ενός ατόμου σε συνελεύσεις και σε αναρχομάγαζα ή η υιοθέτηση ενός πιο non binary στυλ δηλώνει αυτομάτως ένα άτομο που είναι πραγματικός αντισεξιστής και μάχεται πραγματικά να ρίξει την πατριαρχία. Δεν σας τα είπαν όμως καλά μάγκες, γιατί όσοι προσπαθήσατε να εκμεταλλευτείτε τις πολιτικές μου πλάτες και τις πλάτες συντρόφων και συντροφισσών μου για να μπείτε στο χώρο ώστε να έχετε πρόσβαση σε όλα αυτά και να αδειάσετε όλη την ανθρωποφαγία σας σαν γνήσια κτήνη του πατριαρχικού συστήματος κρυμμένα πίσω από ευαίσθητες πολιτικές ταυτότητες, από την πρώτη στιγμή εγώ προσωπικά είχα μιλήσει για το τι καθίκια είστε και οι καταγγελίες πλέον έρχονται στην επιφάνεια και επιβεβαιώνουν καθετί που είχα υποστηρίξει και υποστηρίζω. Όσοι και όσες με γνωρίζουν ξέρουν πολύ καλά ποιοι είστε όλοι εσείς, όλα αυτά τα σιχάματα που κρύβεστε πίσω από δήθεν αναρχικές, αντισεξιστικές και κινηματικές ταυτότητες – ειδικά κάτι κατακαημένοι χιπχοπάδες που νομίζετε ότι έχετε ντεμέκ όνομα στο αυτοοργανωμένο ραπ κα δεν έχετε ούτε στο ελάχιστο αξιόλογο έργο να παρουσιάστε και γίνατε αποδεκτοί λόγω της χαλάρωσης των αυστηρών στεγανών που εφάρμοσε ο α/α χώρος μετά την δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Ξέρουν ακόμα και για τις ιστορίες για κάτι κατακάθια χιπχοπάδες που παρακαλούσατε να κάνετε live μαζί μ’ εμένα και άλλους συντρόφους μου mcs για να μπορέσετε να αποκτήσετε το πολυπόθητο κατάλληλο “πρόσωπο” ώστε να θεωρείστε αξιόπιστα “άτομα του κινήματος” και να μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στα σεξο-προνόμια. Ξέρουν από τη πρώτη στιγμή ότι το βουλώσατε μπροστά στις καταγγελίες βιασμών και κακοποιητικών συμπεριφορών και τώρα η μπάλα θα πάρει πραγματικά και αυτούς που έπρεπε να πάρει εδώ και πολλά χρόνια. Αποκαλυφθήκατε ακόμη και όλοι εσείς που καλύπτατε τον λυσσαλέο σεξισμό σας πίσω από πανίσχυρες έμφυλες ταυτότητες και κάλπικες έμφυλες ευαισθησίες που νομίζατε ότι θα κρύβεστε για πάντα πίσω από αυτές.

                Η τελευταία καραμέλα συγκάλυψης ήταν αυτή η γελοία δικαιολογία του ότι όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας πατριαρχικά κατάλοιπα και παθογένειες αυτής της νοσηρής, πατριαρχικής κοινωνίας. Για πείτε μας ρε άψητα από τη ζωή μικροαστόπαιδα αυτά τα κατάλοιπα πώς προέκυψαν και από τι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αναδύθηκαν; Από ποια ταξικοοικονομική θέση, από πιο ταξικοοικονομικό περιβάλλον, πώς και με τι όρους πορεύεται στη ζωή το άτομο το οποίο κάνει μια τέτοιου είδους αυτοκριτική; Όπως πολύ σωστά το έλεγαν οι αγαπημένες φεμινίστριες των προηγούμενων δεκαετιών, το ότι κάποιος γνωρίζει τις παθογένειές του αυτό δεν αποτελεί καμία πανάκια και καμία δικαιολογία των παραβιαστικών πράξεών του. Επειδή όμως στον ελλαδικό χώρο έγινε τώρα τελευταία της μόδας διάφορα κωλόπαιδα να το παίζουν ότι ντεμέκ γνωρίζουν τις παθογένειές τους, ως ετερόφυλα αρσενικά μέσα στην πατριαρχία, τις περισσότερες φορές πιάνει – γίνεται δηλαδή πιστευτό σαν δικαιολογία. Μόνο στο ευρύτερο αντιεξουσιαστικό κίνημα δημιουργήθηκε η συνταγή να προσπαθείς να φουσκώνεις τα μυαλά νεαρών κοριστιών που ψάχνουν τα πατήματά τους μέσα στο κίνημα και, κάθε παραβιαστική συμπεριφορά, να κουκουλώνεται κάτω από το πρόταγμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της συντροφικότητας, του αντισεξισμού και του δήθεν αγώνα ενάντια στην πατριαρχία.  Μόνο το καρκίνωμα που ακούει στο όνομα “κίνημα” κατάφερε να οδηγεί Γυναίκες που βιάζονται σε σκέψεις αμφιβολίας για το βίωμά τους [κακοποίησή τους], γιατί στα μάτια των άλλων ο βιαστής/κακοποιητής μπορεί να θεωρείται “πολύ αξιόλογος σύντροφος” και λοιπές μαλακίες που κάποιοι/κάποιες τις πιστεύουν και τις αναπαράγουν τυφλά.

                 Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε για το πώς αυτό ο κωλο-χωρόμυλος εσωτερίκευσε και έκανε κτήμα του όλες τις εξουσιαστικές συμπεριφορές του συστήματος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τις βαφτίσει και δήθεν επαναστατικές προωθώντας συγκεκριμένες σεξουαλικές πρακτικές που βασίζονται στις σχέσεις εξουσίας – εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, αυτού που προκαλεί πόνο και αυτού που τον δέχεται. Ανάθεμα αν όλοι αυτοί γνώριζαν για τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει τη δεκαετία του 1970-1980 ανάμεσα σε φεμινίστριες που ήταν υπέρ-της-πορνογραφίας και των φεμινιστριών που ήταν κατά-της-πορνογραφίας γράφοντας ολόκληρα βιβλία για την κουλτούρα του βιασμού και πώς μεταπλάθεται και ανασκευάζεται η “κινηματική” αντίληψη για την πράξη του βιασμού και της κακοποιητικής συμπεριφοράς μέσα σε κινηματικούς χώρους – και επειδή όπως έλεγε ένα πανέξυπνο στόρι στο instagram “όταν είσαι ανιστόριτος 99% είσαι αναρχικός”, οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες που ήταν κατά της πορνογραφίας υπερασπίζονταν το σεξ και τον έρωτα.

                Η κουλτούρα λοιπόν της αντι-βίας, που αποτελεί μιας απολύτως υγιή στιγμιαία αντανακλαστική αντίδραση απέναντι σε κάτι ή σε κάποιον που καταπιέζει, ο α/α χώρος την μετέτρεψε σε κάτι απολύτως νοσηρό, δηλαδή σε φετιχισμό της βίας. Πράγματι, η αφαίρεση του -αντί δίπλα από τη βία δηλώνει τον βαθμό νοσηρότητας αυτής της λογικής. Το ματσιλίκι, η μαυρίλα, το ουγκανιλίκι, το “θα τους γαμήσουμε” και όλες αυτές οι γνωστές τοξικές αντιλήψεις και συμπεριφορές διαμόρφωσαν και την “αναρχοσεξουαλικότητα”, αυτή που υποτίθεται ότι αντιστέκεται στις επιταγές της πατριαρχίας και υπερασπίζεται μια υγιή πλευρά του σεξ – όπου το σεξ στην υγιή μη νευρωτική εκδοχή του παραμένει έρωτας και όχι μια σεξουαλική πράξη αποκομμένη από το συναίσθημα.

Η μισογυνική αντίληψη “να βρούμε κανένα ξεκωλάκι να αδειάσουμε τα αρχίδια μας” ή “να ρίξουμε κανένα πούτσο να ξελαφρώσουμε” αναπαράγεται πιστά μέσα σε αυτό που η Μπέατρις Φάουστ θα μπορούσε να ονομάσει και ως “κινηματικό μουνί”, ή πιο απλά σε “συντρόφισσα” ή “κοπέλα του χώρου” – που για τους υποτιθέμενους κινηματίες παραμένει πάντα μια “παρτόλα” ή μια “παρτουζιάρα” του κινήματος στις κλειστές συζητήσεις που γίνονται σε φιλικό-συντροφικό επίπεδο.

Η πλήρης υιοθέτηση της βίας και της ματσίλας στον α/α κίνημα, ακόμα και από Γυναίκες “συντρόφισσες” που έλκονται από τέτοιες συμπεριφορές και τέτοιου τύπου ματσο-προσωπικότητες [manarchist όπως το έλεγαν φεμινίστριες από το εξωτερικό, βλ, επίσης και το κομμάτι Μπιμπελό, 2016], συνέβαλαν και συμβάλλουν στο να μετατραπεί-υποβαθμιστεί η πράξη του βιασμού και της παραβιαστικής συμπεριφοράς σε μια απλώς πιο “καυλιάρικη” σεξουαλική πρακτική όπως πολύ εύστοχα το έθεσε η Andrea Dworkin: “η (κινηματική) γυναίκα είναι το αφεντικό που ζητάει εξυπηρέτηση, που ζητάει δύναμη και βία και πόνο· είναι ακόρεστη· είναι το αχόρταγο εκείνο υποτακτικό ον που η θηλυκότητά του ολοκληρώνεται μέσα στην έσχατη υποτίμηση. Η βία αναγνωρίζεται εδώ σαν πραγματική επειδή την ζητάει η γυναίκα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο βιασμός ή η κακομεταχείριση δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν παραβίαση της γυναικείας βούλησης γιατί αντιμετωπίζονται σαν έκφραση αυτής της βούλησης. Έτσι, μέσα από την δοξολόγηση της βίας –που, υποτίθεται, γίνεται από την ίδια την γυναίκα– ο βιασμός καταντάει απλώς ένα καλύτερης ποιότητας γαμήσι και ο ξυλοδαρμός ένα θαυμάσιο πρελούδιο. Η… γυναίκα χρησιμοποιεί τη φυλετική της ανωτερότητα απαιτώντας να την βιάσουν, να την ξυλοκοπήσουν, να την ταπεινώσουν, να της προκαλέσουν πόνο” (Andrea Dworkin, Πορνογραφία και ανδροκρατική κοινωνία, Ουτοπία, σ. 211).

                Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι αυτομάτως η Γυναίκα αγιοποιείται και ότι κι αν πει, ότι κι αν συμβεί έχει πάντα δίκιο. Όπως είχε πει κάποτε μια φεμινίστρια το ότι είσαι Γυναίκα δεν σημαίνει αυτομάτως ότι διαθέτεις φεμινιστικές και ελευθεριακές ιδέες. Έτσι μαζί με τους άντρες-βιαστές και κακοποιητές υπάρχουν και γυναίκες που, όχι απλώς δέχονται την κουλτούρα του βιασμού, αλλά την αναπαράγουν πιο φανατικά και από τον ίδιο τον εξουσιαστή. Υπάρχουν και αυτές που θα φτάσουν στο σημείο να θυματοποιήσουν τον εαυτό τους, που θα υποστηρίξουν βιαστές, που θα ξεπλύνουν αυτούς που συγκαλύπτουν κι ένα σωρό ακόμα “που θα”. Το ζήτημα όμως τώρα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι να ξεκαθαριστεί το θέμα του βιασμού και της συγκάλυψης. Να καταλάβουν πλέον όλοι και όλες ότι όταν βγαίνει μια καταγγελία βιασμού δεν είναι απλώς μια ακόμη πολιτική υπόθεση προς επίλυση. Στους βιασμούς και στις κακοποιητικές συμπεριφορές διακυβεύονται ολόκληρε ζωές – και αναφέρομαι μόνο στις ζωές των θυμάτων, των βιασμένων και κακοποιημένων Γυναικών.

Ο κωλο-χωρόμυλος απέδειξε περίτρανα ότι οι καταγγελίες αποτελούν απλά ένα ακόμη κινηματικό θέμα για να έχουμε να ασχολούμαστε με κάτι. Τόσο χυδαία, τόσο ωμά, τόσο μισογυνικά και αποανθρωποποιημένα. Θύτης δεν είναι μόνο αυτός που βίασε. Θύτης και θύτες είναι όλοι όσοι και όσες θα το βουλώσουν και δεν θα πάρουν θέση. Όλοι όσοι και όσες θα υποστηρίξουν τον θύτη με χυδαίες και εξοργιστικές δικαιολογίες όπως “τον ξέρουμε από μικρό παιδί, μια ζωή ήταν περίεργος”. Όλοι όσοι και όσες θα κατακρίνουν το θύμα λέγοντας ότι υπερβάλλει, ότι “σύντροφος είναι δεν μπορεί να σου φέρθηκε παραβιαστικά ή με σεξιστικό τρόπο” και λοιπές εμετικές μαλακίες. Θύτες είναι και όλες οι πολιτικές ομάδες που ενώ έχουν μέσα στους κύκλους τους ανθρώπους –ντεμέκ συντρόφους– που σε μια καταγγελία βιασμού που τους αφορούσε άμεσα δεν πήραν καμία θέση ή συγκάλυψαν ή υπερασπίστηκαν τον βιαστή-κακοποιητή, συνεχίζουν να τον έχουν στις συνελεύσεις τους.

Το πόσο νοσηρή είναι η κατάσταση στο χώρο φαίνεται και από το γεγονός ότι επίσημη θέση ενάντια στον βιασμό και στους βιαστές, από τον χώρο του αυτοοργανωμένου χιπ χοπ, ζήτημα είναι να πήραμε δύο με τρεις σύντροφοι mcs. Όταν λοιπόν ο α/α χώρος αποτελείται από άτομα που το παίζουν ντεμέκ αντίφα, αντισεξιστές/τριες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο αλλά στην καθημερινότητά τους θα ακούσουν και το κομματάκι που μιλάει για γυναίκες που θέλουν ξεπάτωμα, θα χορέψουν με εμετικούς μισογυνικούς στίχους σιγοτραγουδώντας τους υπό την δικαιολογία της ψυχαγωγίας, δεν χρειάζεται να πέφτουμε από τα σύννεφα. Μην απορείτε για τις συγκαλύψεις όταν ο α/α χώρος έχει αποδεχτεί άτομα που δεν έχουν ούτε μια φορά αναλύσει στα κομμάτια τους την κουλτούρα του βιασμού, δεν είχαν ποτέ φεμινιστικές αναφορές, δεν είχαν ποτέ χιουμοριστικά κομμάτια και η μοναδική θεματική τους ήταν το ακαμπιλίκι, το αντικρατικό και το αντιεξουσιαστικό – ακολούθησαν δηλαδή τον εύκολο δρόμο που εύκολα γίνεσαι “γνωστός” στο χώρο χωρίς να στύψεις ιδιαίτερα το κεφάλι σου, χωρίς να διαθέτεις αξιοπρεπή αισθητική, στυλ, τεχνική, κουλτούρα και γνώση.

 

 

“Όταν είσαι γυναίκα και ζήσεις τον βιασμό

τότε είναι που χάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό”

Όταν είσαι γυναίκα, Χάσμα γενεών [2009]

 

“είπα, η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια

μικροαστών παιδιά μας το παίζουν τώρα αλάνια

πιο επικίνδυνοι είναι (οι) δήθεν αναρχικοί

μιλάνε για το έμφυλο όργια στην εξοχή

με τάση υποταγής ε! άκουσες τι μου λένε;

δεν θα μιλάς για έμφυλο άμα είσαι μανεκέν(ε)

θα κάνουμε επανάσταση με μπάφους και με πάρτι

δε καίγεστε για ταξικό δεν το έχετε ανάγκη (βλάκες)”

Εμετός, 2020

 

“αυτοαναφορικότητα και μια ζωή τα ίδια

γουστάρετε ξεφτίλα στα συντροφικά παιχνίδια

καταδικάζεται ντεμέκ την κρατική βία

μα στο κρεββάτι θέλετε βία και εξουσία

πόσο ψέμα χωράει σ’ αυτό το χώρο

παίρνω μαχαίρι κόβω τον ομφάλιο λώρο

δε θέλω καλημέρα πάρε δώσε και γεια

είστε κανίβαλοι και φέρεστε αντισυντροφικά”

Καθαρή ψυχή, 2021

 

Javaspa, Φλέβα 22

 
 
ΡΙΜΑΔΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
 





ΠΡΟΒΟΛΗ PDF


ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΛΟΥ BEAT 
Ντάπα-ντούπα φλόου μπάσα και λούπα




“Underground backpack rap from Salonika, Greece. Boom bap drums, exotic melodies with a southern twist in the end”.

Da Backpackaz - Α.Γ.ΝΟ (Αυθεντική Γεύση Νοθείας) | www.clongclongmoo.org



“Αυτό εδώ ονομάζεται hip hop. Ξέρω ότι πολλοί τυπάδες φτιάχνουν νέα πράγματα, πειραματίζονται. Πηγαίνουν με αυτό το είδος hip hop, με εκείνο το είδος hip hop, με το άλλο είδος hip hop. Αλλά σήμερα εδώ, έχουμε να κάνουμε με το αυθεντικό ήχο του hip hop.

Krs One




Γιατί εξυμνείται το άσχημο, το πρόχειρο, το ανούσιο και το εφήμερο; Γιατί επιτρέπουν να ακούγεται ότι πιο αντιαισθητικό υπάρχει απ’ όλες τις απόψεις; Γιατί ο κόσμος που δηλώνει αντισεξιστής ακούει –και με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιεί– τους σεξιστές; Ύστερα από συζητήσεις επί συζητήσεων με συντρόφους και καλούς φίλους που ασχολούμαστε με το hip hop, καταλήξαμε στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι όλα ξεκινάνε από την έλλειψη εργαλείων για την αποδόμηση της αισθητικής ενός hip hop κομματιού. Σίγουρα δεν είναι αυτός ο μοναδικός λόγος για το πρόβλημα που μαστίζει τον ελληνόφωνο hip hop σκουπιδότοπο. Είναι στη μέση το ταξικό υπόβαθρο και η ταξική θέση αλλά αυτά τα έχουμε αναλύσει χιλιάδες φορές. Γι’ αυτό θα μπούμε λίγο σε πιο τεχνικά ζητήματα που δεν έχουν ποτέ αναλυθεί και αποτελεί κάτι πολύ πιο ευχάριστο σαν ανάγνωση και πληροφορία.

Τι σημαίνει λοιπόν κακό και καλό beat; Τι σημαίνει ψαγμένη και καλοκομμένο sample; Πότε φαίνεται η προχειροδουλειά; Τι είναι καλό, μέτριο και εντελώς άμετρο flow; Τι είναι τα drumbreaks, το mastering, η καλή μίξη; Αυτά τα ερωτήματα, όπως και τα παραπάνω, δεν θα απαντηθούν ένα προς ένα ούτε θα γίνει κάποια εις βάθους ανάλυση. Θα παρουσιαστή όμως μια διαδικασία για το πως χτίζεται ένα καλό beat που από μόνο του και μόνο αρκεί για να κατανοηθεί πλήρως ότι όταν αναφέρομαι για ελληνόφωνο σκουπιδότοπο, μιλάω κυριολεκτικά και, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους/κάποιες, είναι η αλήθεια. Σίγουρα υπάρχει ο υποκειμενικός παράγοντας, υπάρχει όμως και ο αντικειμενικός που θέτει κάποια βασικά εργαλεία για να μιλήσουμε αντικειμενικά και να πούμε ότι ένας ήχος, ασχέτως αν αρέσει ή δεν αρέσει, είναι όμορφος, καλοστημένος και καλοδουλεμένος.

Το hip hop είναι η υποκουλτούρα της μαύρης κουλτούρας γι’ αυτό και το hip hop σαν μουσική είναι το απόσταγμα όλων των μαύρων μουσικών ειδών. Από τα μπλουζ, την ρέγκε, την jazz , την σόουλ και την φανκ έχει πάρει από κάθε ένα είδος και κάποια στοιχεία όπου όλα μαζί συνέθεσαν την hip hop μουσική. Γι’ αυτό και σ’ ένα “σοβαρό” hip hop κομμάτι θα βρεις μέσα στοιχεία απ’ όλες αυτές τις μουσικές. Επειδή η μαύρη μουσική χαρακτηρίζεται από το έντονο στοιχείο της ρυθμικότητας, που αυτή με τη σειρά της οφείλει ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξής της στα κρουστά, ο ήχος των ντραμς αποτελεί ένα ιερό κεφάλαιο. Το ψάξιμο ενός καλού drumbreak ή στοιχείων αυτού –από άλλον δίσκο τα hi hat από άλλον το ταμπούρο και πάει λέγοντας– δεν αποτέλεσε απλά τεχνική αλλά συνειδητή επιλογή. Τα παιδιά των γκέτο δεν ήθελαν απλά να μάθουν με τον δική τους ταξική μέθοδο μουσική, αλλά αυτό που θα παράξουν να ακούγεται σαν μουσική και όχι σαν μια προσπάθεια να ακουστεί κάτι. Με νιώθετε μέχρι εδώ έτσι; Αν λοιπόν ακούσει κάποιος/κάποια instrumentals από το hip hop της δεκαετίας του 1990, την γνωστή golden era περίοδο του hip hop, θα καταλάβει πολύ εύκολα ότι είναι σαν να ακούει ένα ολοκληρωμένο jazz ή funk κομμάτι.[1] Φταίνε γι’ αυτό τα στιφά και “ζεστά” drumbreaks; Ναι, ένα γαμημένο τεράστιο ναι και εξηγούμαι.

Στην funk υπάρχει ένας άτυπος κανόνας που το hip hop τον υιοθέτησε πλήρως και ανεκφύλιστο. Σ’ έναν φανκ ή σόουλ δίσκο[2] υπάρχουν διαφορετικά κρουστά, ή έστω με διαφορετικά κουρδίσματα, έτσι κανένα κομμάτι του δίσκου δεν έχει τα ίδια ντραμς. Βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως δίσκοι του O. V. Wright και της Ann Peebles λόγου χάρη, αλλά οι εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όλη η μαγεία είναι ότι αυτή η ποικιλομορφία έχει τρομερή ομοιογένεια και αισθητική. Έτσι και στο hip hop η διαδικασία να χτίσεις έναν δίσκο με όμορφα drumbreaks ή ντραμς που συνθέτεις κομμάτι-κομμάτι από ήχους βινυλίων, είναι μια ιεροτελεστία που τρώει πάρα πολύ χρόνο και αφοσίωση αλλά ανταμείβει με αυτό που λέμε “hip hop υψηλό”.[3] Αυτό στην πράξη σημαίνει πως όταν μπαίνεις στο daw για να ξεκινήσεις την μίξη, μόνο για τα ντραμς, έχεις μάνι-μάνι τουλάχιστον 6 κανάλια – αναλόγως βέβαια την περίπτωση και το στυλ του καθένα. Δύο για τα hi-hat, δύο, τρία ή τέσσερα για τα ταμπούρα, δύο για την μπότα. Όπου όλοι αυτοί οι ήχοι, υπόψιν πολύ σημαντικό αυτό, δεν μιξάρονται καθόλου εύκολα γιατί μιλάμε για τελείως διαφορετικές συχνότητες, αλλοιωμένες από τα χρόνια, φυσήματα (hiss), ψηφιοποιημένες και συμπιεσμένες από αναλογικό ήχο και πάει λέγοντας. Όταν δημιουργείς hip hop δεν πετάς απλά 2-3 έτοιμους ήχους, όπως συμβαίνει σήμερα στην τραπ με τα σιχαμερά και αντιαισθητικά 808 και 909 και γενικότερα με όλον τον ελληνόφωνο σκουπιδότοπο, αλλά κάθεσαι και χτίζεις σαν εργάτης-τεχνίτης. Το χτίσιμο ενός καλού beat είναι σαν να χτίζεις ένα ξεχωριστό κομμάτι μέσα στο είδη υπάρχον. Χρειάζεται να το βάλεις και να το ακούς ξανά και ξανά. Αν είναι πολύ μπουκωμένος ο ήχος να το ανοίξεις, αν είναι πολύ πριμαριστός να τον μαζέψεις. Στο τελικό σύνολο να δεις τις εντάσεις και να χρησιμοποιήσεις τεχνικές ώστε να φανεί το “παίξιμο” του ρυθμού όσο πιο κοντά στον ανθρώπινο γίνεται – και όχι αυτό το ψεύτικο όπου όλα τα hi-hat παίζουν στην ίδια ένταση, όλες οι μπότες έχουν την ίδια ένταση και ήχο, όλα τα ταμπούρα κάθονται ακριβώς πάνω στον ίδιο χρόνο.

Όπως συμβαίνει όμως σε όλες τις περιπτώσεις, αυτός που ασχολείται με την μίξη, ας τον πούμε παραγωγό που είναι μεγάλο λάθος,[4] έχει και κάποιον κρυμμένο άσσο στο μανίκι. Όταν δεν μπορείς να βρεις το κατάλληλο ταμπούρο για να δέσει με το υπόλοιπο ηχόχρωμα και την αισθητική του κομματιού, τελευταία επιλογή είναι τα γνωστά “στικς”, “στεφάνια” ή απλά “rims”. Γι’ αυτό θα δείτε ότι πάρα πολλοί τεμπέληδες και άσχετοι από hip hop αισθητική του εγχώριου σκουπιδότοπου δημιουργούν κομμάτια και ολόκληρους δίσκους χρησιμοποιώντας μόνο αυτούς τους ήχους. Τα rims μιξάρονται πολύ εύκολα, ακούγονται πάντα όμορφα, όσο τσαπατσούλικα και αν μιξαριστούν και ταιριάζουν με ότι ύφος και αν έχει κάποιος στο κομμάτι του. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο δύσκολη ήταν για εμάς που ξεκινήσαμε το hip hop από τα τέλη του 1990[5] να βρούμε αυτά τα πολυπόθητα drum breaks. Οι δίσκοι ήταν ακριβοί, πολλοί από αυτούς σπάνιοι και δυσεύρετοι στην εγχώρια αγορά. Με το διαδίκτυο να είναι ακόμα είδος πολυτελείας η πληροφορία κυκλοφορούσε με το σταγονόμετρο με αποτέλεσμα να κάνουμε πραγματικό digging για να βρούμε έστω ένα γνωστό drum brake. Γι’ αυτό αξίζει να μείνουμε περισσότερο στη διαδικασία επιλογής ενός καλού beat, ενός καλού ταμπούρου γιατί πολύ λίγοι γνωρίζουν την ηχοχρωματική δύναμή του.

Εφόσον ένας “σοβαρός” hip hop δίσκος ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος του στα ντραμς, όταν μιλάμε για τον παραγωγικό τομέα, τα ντραμς μιλάνε – και έχουνε πάρα πολλά να πουν. Όταν χτίζεις ένα badass “καργιολίδικο” κομμάτι θέλεις ένα θεόβαρο ταμπούρο να κατέβει από τον ουρανό και να σκάσει σαν κομήτης. Όταν κάνεις κάτι αισθησιακό θέλεις κάτι πολύ πιο απαλό με σέξι hi hat να το συμπληρώνουν. Όταν βγάζεις όλη την γκρούβα θέλει ένα drumbreak που να ρίχνει σφαλιάρες. Τα λέω έτσι αστεία για να καταλάβουμε τι φιλοσοφία κρύβεται πίσω από ένα beat και πως αυτό μπορεί να διαμορφώσει ή να καταστρέψει ένα κομμάτι. Όλα αυτά φυσικά δεν αποτελούν κανόνα αλλά μια φόρμα που μπορεί συνεχώς να αλλάζει. Πάντα μελετάς αν το ταμπούρο “κολλάει”, αν η μπότα βαράει, αν τα hi-hat έχουν καλή ένταση. Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό σκεφτείτε πόσο αστεία ακούγεται το νέο βιομηχανικό μπάσταρδο της ραπ, το τραπ, το οποίο κάποιοι θεωρούν ως τον νέο ήχο του hip hop. Αυτός ο εμετός δεν έχει καμία σχέση με το hip hop. Είναι απλά ένα ακόμα κατασκεύασμα της μουσικής βιομηχανίας που θα περάσει η μπογιά τους και θα έρθει κάτι νέο μετά όπως γίνεται όλες αυτές τις δεκαετίες.

Ο δεύτερος λόγος που αναλύονται όλα αυτά είναι για να γίνει κατανοητό ότι όσοι ασχολούμαστε με την αντιεμπορευματική αυτοοργανωμένη έκφραση από την πρώτη στιγμή πήραμε στα σοβαρά το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας με το υπάρχον. Κάποιοι τα βάλαμε κυριολεκτικά με την βιομηχανία και μέσα από αυτή την κόντρα που ξεκάθαρα ζορίστηκε,[6] επιβεβαιωθήκαμε στο ότι, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει ο ήχος μας, κάτι κάνουμε καλά. Δεν το λέω για να περιαυτολογήσουμε ούτε να το παίξουμε ότι είμαστε σωστοί και άλλες τέτοιες χαζομάρες. Το αναφέρω για να καταλάβουν κάποιοι και κάποιες ότι δίνουμε όλη την ψυχή και την αγάπη μας[7] για να δει ο κόσμος ότι η d.i.y κουλτούρα όχι απλώς μπορεί να το κάνει καλά, αλλά πάρα πολύ καλύτερα από την βιομηχανία. Και όταν λέω βιομηχανία η μπάλα παίρνει και όλους τους δήθεν αντεργκράουντ τυπάδες που προωθούν τη μουσική τους με τα δικά τους μέσα αλλά κάνουν τις αρπαχτές τους στα μαγαζιά με παρουσιάσεις δίσκων και άλλες τεχνικές μάρκετινγκ.

Τα πάντα παράγονται από τα χέρια μας και δεν φεύγουν σε ειδικούς και ειδήμονες. Μπορεί λοιπόν να γίνει κατανοητή η διαφορά ότι άλλο πράγμα να ακούς μουσική από ένα άτομο που το μόνο που κάνει είναι να ραπάρει –και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν το κάνει καλά– από εμάς που αναλαμβάνουμε τα πάντα. Και όταν αναλαμβάνεις τα πάντα σημαίνει ότι προσπαθείς να βελτιώνεις συνεχώς τον ήχο σου, την μίξη σου σε αρχικό και τελικό στάδιο, τους στίχους σου και τις θεματικές σου, τις τεχνικές σου στο ραπ. Ασχέτως, επαναλαμβάνω, αν το τελικό αποτέλεσμα δεν αρέσει σε κάποιους/κάποιες γιατί η αισθητική είναι υποκειμενική και όλα είναι θέμα αισθητικής. Δεν μπορεί η μουσική σου να αρέσει σε όλους και αυτό είναι κάτι το υγιές. Είναι όμως, τουλάχιστον τραγικό, να συγκρίνει κάποιος τις μουσικές μας, τις μουσικές της αντιεμπορευματικής έκφρασης με τα σεξιστικά σκουπίδια του ελληνόφωνου. Είναι τουλάχιστον τραγικό γιατί δεν είμαστε το ίδιο. Δεν πέφτει η ίδια δουλειά, δεν υπάρχει το ίδιο ποσοτικό συγκρίσιμο υλικό, δεν υπάρχει η ίδια συνέπεια και συνέχεια. Δεν υπάρχει κοινή στόχευση. Είναι άλλο πράγμα να το κάνεις για χόμπι ή επειδή πιστεύεις ότι έτσι θα αποκτήσεις όνομα –για να μην πούμε το άλλο το γνωστό–, από το να είσαι εργάτης και να βρίσκεις χρόνο για να αλλάξεις τον κόσμο μέσα από τη μουσική σου. Πως να το κάνουμε, πρέπει αυτά που λέγονται να γίνονται πράξη. Όχι να το παίζουμε αντισεξιστές και αντισεξίστριες και στην προσωπική μας ζωή να στηρίζουμε τις συναυλίες και τα παραγόμενα σκουπίδια από σεξίσταρους. Είναι άλλο πράγμα να δουλεύεις κάθε μέρα, να σπαταλάς όλη την ενέργειά σου στα κωλοαφεντικά για να πάρεις το μισθό σου και μέσα στην υπερ-ελαστική επισφάλεια να γράφεις κομμάτια τα μεσάνυχτα γιατί δεν έχεις άλλο χρονικό περιθώριο. Κομμάτια τα οποία διαρκούν μήνες μέχρι να φιλτραριστούν οι στίχοι, να σβηστούν και να ξαναγραφτούν, και να βρεθεί το κατάλληλο beat. Άλλωστε όλοι ξέρουμε πόσο εύκολο είναι να το παίζει κάποιος μίζερος με το ζόρι, ντεμέκ καταπιεσμένος αλλά να είναι καλομεγαλωμένο παιδί μικροαστικών οικογενειών και απλά πετάει ένα-δύο κουπλέ με πλήρη άνεση και όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουν άλλοι ενώ τα “ακουμπάνε” από πίσω γονείς.[8] Το πιο αστείο βέβαια είναι να βλέπεις ανθρώπους που μια ζωή γράφανε μαλακίες, προσβάλανε γυναίκες και ότι άλλο υπήρχε, ξαφνικά στα πρώτα “άντα” να κάνουν στροφή στο στιχουργικό τους ύφος.

Το hip hop δεν είναι απλά να κάνεις κάτι όμορφο. Δεν είναι μια καλή μίξη και ένα καλό φλόου. Το hip hop είναι να δημιουργήσεις κάτι που θα προσφέρει στον άλλο το έναυσμα να ψάξει τι σάμπλαρες, πως το σάμπλαρες, τι δίσκους άκουσες και έβγαλες αυτή την αισθητική στον δίσκο σου. Θα προβληματιστεί από τις αναλύσεις σου και τις λέξεις, τους –ισμούς[9] που χρησιμοποιείς στους στίχους σου. Θα τον παροτρύνει να ακούσει και άλλες μουσικές για να καταλάβει για πιο λόγο το φλόου σου είχε αυτού του είδους τη ροή και όχι κάποια άλλη. Θα κατανοήσει γιατί κάποια κομμάτια σου είναι πιο τεχνικά πιο “παιχνιδιάρικα”[10] στο φλόου σε σχέση με κάποια άλλα. Έτσι αυτή η αλληλομεταφορά πληροφοριών και ιδεών φέρνει την εξέλιξη, κάνει το hip hop να γίνεται όλο και πιο καλαίσθητο –πόσο όμορφη θηλυκή έννοια αυτή– και από τοπικό να ακούγεται παντού και να γίνεται πλέον παγκόσμιο. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το hip hop είναι 60-40, δηλαδή δεν φτάνει να τα λες μόνο καλά και σωστά αλλά να υποστηρίζεις τα όσα λες με την ανάλογη αισθητική στην μουσική παραγωγή. Αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για hip hop, πόσο μάλλον για “hip hop υψηλό”.

Για το κλείσιμο θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του DMC (Run DMC) που περιγράφει πανέξυπνα την σημερινή κατάντια αυτού του σκουπιδότοπου που πεισματικά η πλειοψηφία του κόσμου στηρίζει: ”Αν οι εξωγήινοι έρχονταν στη γη και κοιτούσαν το hip hop των τελευταίων 15-20 ετών δεν θα καταλάβαιναν το τι συμβαίνει. Αν όμως κοιτούσαν το hip hop των πρώτων 15-20 χρόνων… Κάθε φορά υπήρχε ένα ζήτημα στην κοινότητά μας, στην μουσική μας, στην κοινωνία”.[11] Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα οι εξωγήινοι να έφευγαν με άδεια χέρια, αλλά να μάθαιναν ότι στον πλανήτη γη υπήρξε πατριαρχία, εξουσία, κρατική βία και εμείς με τη μουσική μας την πολεμήσαμε. Δεν την αναπαρήγαμε.

 _________________________



Υ.Γ | Στα 20 χρόνια (17 με “δισκογραφία”) που προσπαθώ να κάνω hip hop τα σχόλια που είχαν αυτή την από καρδιάς λαχτάρα για το άκουσμα ενός καλόγουστου drumbreak είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού – τουλάχιστον αυτά που άκουσα προσωπικά. Τρία που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι το πρώτο πριν έντεκα χρόνια και αφορούσε το drumbreak στο “Τα αφεντικά στην μπάντα” (Χάσμα γενεών, 2007) που έχει το κλασικό drumbreak που πρωτοακούστηκε στο Ego Trippin των Ultramagnetic MC's (1986). Το δεύτερο πριν εννέα χρόνια από τον αγαπημένο σύντροφο nosfi για το drumbreak και το μπλουζ sample στο “Αφεντικά σκοτώνουνε για πλάκα” (Αναλώσιμοι άνθρωποι, 2009). Το τρίτο πριν μια πενταετία για το drumbreak στο “Θέμα αισθητικής” (βλ. Dr. Dre, Deep Cover και Twinz [Deep Cover 98]).

[1] Ο δίσκος Doo-Bop (1992) του Miles Davis  τα επιβεβαιώνει όλα αυτά
[2] Drumbreaks, και μάλιστα πολύ γνωστά παραδείγματα, υπάρχουν και σε άλλα μουσικά είδη με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ροκ και την φολκ-ροκ των δεκαετιών 1960-1970.

[3] Εξαιρετική μετάφραση του όρου “hip hop sublime” από τον σύντροφο και συνοδοιπόρο nosfi.

[4] To hip hop δεν κατακερμάτισε ποτέ τον εαυτό του σε χίλια κομμάτια. Τέσσερα γαμημένα στοιχεία είναι όπου ο καθένας ασχολείται, περνάει απ’ όλα και στο τέλος καταλήγει πιο είναι αυτό που τον εκφράζει περισσότερο. Είσαι γκραφιτάς, είσαι breaker, είσαι dj είσαι και mc. Αυτές οι νεωτεριστικές μαλακίες που άλλος κάνει το beat άλλος την παραγωγή, άλλος την μίξη και άλλος το mastering είναι τα κόλπα αφομοίωσης και διάλυσης της hip hop κουλτούρας από την βιομηχανία. Γι’ αυτό θα το λέω πάντα, μην διαχωρίζεται τον δημιουργό από το δημιούργημα. Το ότι κάποιος πιάνει ένα μικρόφωνο και λέει ότι λέει –και ας το λέει και καλά– δεν το κάνει αυτόματα mc.

[5] Μέχρι τα μέσα περίπου του 2000 στο Βόλο επέζησε ένα μαγαζί με βινύλια το “Superfly” που βρισκόταν επί της Ερμού λίγο μετά την κεντρική βιβλιοθήκη – όλοι οι Βολιώτες το γνωρίζουν. Ο τυπάκος που το είχε κατάφερε να κάνει κονέ με εξωτερικό και μπορούσε να σου φέρει πραγματικά ότι δίσκο ήθελες. Ήταν φοβερός γνώστης της σόουλ και της φανκ και η επιρροή αυτή φαίνεται και από την επωνυμία που την εμπνεύστηκε από τον ομώνυμο δίσκο του Curtis Mayfield.

[6] Πριν μια πενταετία το 2013, ξετυλίχτηκε μα φοβερή ιστορία με νομικές ειδοποιήσεις στον nosfi μέσω youtube, για το ρεμίξ του στο “θέμα αισθητικής” (backpackaz funky 7" remix). Έφτασαν στο σημείο να ανεβάσουν σαν φανκ μπάντα το ίδιο κομμάτι επανεκτελεσμένο με την παρουσία mc ¨όπως ακριβώς το κάναμε εμείς.

[7] “Δίνεις απλόχερα την αγάπη σου για τη ραπ σε όλους”. Μοναδικό συντροφικό σχόλιο από τον Flowm4n για τον δίσκο Α.Γ.ΝΟ (da backpackaz).

[8] Αυτό δεν το λέω αόριστα απλά για να το πω και “να την πω”. Όταν κάποιος προέρχεται από προλεταριακές οικογένειες και συνεχίζει να επιβιώνει ως προλετάριος, μεταφέρει το βιώματα του και στους στίχους και στην αισθητική της μουσικής του. Αν δεν το κάνει τότε είναι βλάκας χωρίς ταξική συνείδηση άρα για εμένα δεν θεωρείται καν προλετάριος. Δεν γίνεται λοιπόν να γράφεις μαλακίες ούτε ξαφνικά να αφυπνιστείς και από εκεί που έγραφες μαλακίες να το παίζεις προλετάριος και ντεμέκ καταπιεσμένος στα κομμάτια σου. Η ιστορία καταγράφει την ξεφτίλα αλλά ο κόσμος συνεχίζει να μην την βλέπει κατάματα – και γι’ αυτό όλα αυτά τα σκουπίδια βρίσκουν ακόμα έδαφος για να βγάζουν το υλικό τους.

[9] Το 99%, χωρίς καμία υπερβολή, του ελληνόφωνου βασίζεται σε ένα φθηνό και αστείο λεξιλόγιο. Όταν μπαίνεις στη διαδικασία να κάνεις κοινωνικοταξικές αναλύσεις αναγκάζεσαι να χρησιμοποιείς δύσκολες λέξεις από την άποψη ότι είναι άκαμπτες. Δεν μπορούν ευκολά να σπάσουν στο ρυθμό ή να συνδεθούν με άλλες. Γι’ αυτό και οι εγχώριοι mcs του ελληνόφωνου σκουπιδότοπου που θεωρούνται λανθασμένα τεχνικά καλοί είναι κυριολεκτικά εικονικά καλοί. Επειδή χρησιμοποιούν πολύ απλοϊκές λέξεις που δεν παράγουν νοήματα, που δεν κάνουν εις βάθους αναλύσεις. Αυτό πρέπει να το λάβει κάποιος και κάποια πολύ σοβαρά υπόψη για να συνειδητοποιήσει τι μεγάλο έργο έχει παραχθεί στο αυτοοργανωμένο hip hop.

[10] Απίθανη ατάκα από τον αγαπημένο μου φίλο και mc Ανάρχων όταν του έστειλα να ακούσει ένα southern κομμάτι (μαργαρίτες / beliss borealis) από τον νέο δίσκο και απάντησε με την ατάκα “τι παιχνιδιάρικο φλόου είναι αυτό…
[11] What the Fuck happened to Hip-Hop?


_______________________
  
★★★ Εργάτριες ή αθλήτριες | Εργάτες ή αθλητές ★★★
Αυτοοργανωμένη άθληση & προλεταριακή καθημερινότητα


_________________________________________ 
⚢ 
[για προβολή πατήστε επάνω στον τίτλο]
 _________________________________________


Με τον νέο δίσκο έρχεται ένα νέο δύσκολο, από όλες τις απόψεις, ταξίδι σε ένα κόσμο που πολλοί αρνούνται να δεχτούν και κάποιοι καταπολεμούν λυσσαλέα. Ένα ταξίδι στον πυρήνα του καπιταλισμού εκεί που λίγοι και λίγες έχουν απομείνει για να μεταφέρουν πληροφορίες που κοντεύουν να ξεχαστούν, κοντεύουν να αρχειοθετηθούν στο ντουλάπι της αδιαφορίας με την σήμανση του υπερβολικού και του ανύπαρκτου. Ένα ταξίδι στον κόσμο των διπλανών μας, των συνανθρώπων μας που μαζί παλεύουμε για αξιοπρέπεια και λίγο οξυγόνο. Ένα ταξίδι στον κόσμο των χαμένων, των ατάλαντων, των αδιάφορων, των άσχημων, των πραγματικά φτωχών. Ένα δύσκολο ταξίδι στον κόσμο των αόρατων...







Ο όρος αντεργκράουντ χρησιμοποιήθηκε για να διαχωρίσει τη θέση όσων εκφράζονταν μέσω της τέχνης με τρόπο που ερχόταν σε αντίθεση με το υπάρχον, το κυρίαρχο, με την “επιφάνεια”. Η “επιφάνεια”, ή αλλιώς αυτό που ακούγεται και καταναλώνεται πιο πολύ, δεν είναι κάτι που ορίζεται απλά ως εμπορικό επειδή έχει πολλές πωλήσεις ή ένα συγκεκριμένο φθηνό ήχο. Η “επιφάνεια”, η γνωστή εμπορεύσιμη μορφή της τέχνης, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εμπεριέχει μια ολόκληρη κουλτούρα, έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, συγκεκριμένους τρόπους λειτουργίας –και το κυριότερο– προϋποθέτει τον όρο θέαμα και την παραγωγή κέρδους μέσω της καπιταλιστικής εργασιακής σχέσης εργάτη-αφεντικού. Η εμπορική μουσική είναι βασικό κομμάτι του θεάματος ενώ το αντεργκράουντ δημιουργήθηκε ως πιστός εχθρός τόσο του θεάματος όσο και κάθε μορφής ληστρικών σχέσεων που αυτό χρησιμοποιεί.

Η αντεργκράουντ μουσική που σαν όρος πλέον έχει γελοιοποιηθεί, δεν αφορά μόνο την αισθητική ούτε χωράει στην γελοία λογική του “παίζω σε μικρά μαγαζιά”. Ειδικότερα η φράση “μικρά μαγαζιά” ή “μικρά αφεντικά” είναι το πιο χυδαίο επιχείρημα που ακούστηκε ποτέ λες και τα “μικρά αφεντικά” ή οι μικρές επιχειρήσεις πηδάνε λιγότερο τους εργαζόμενους. Εδώ κλείνει η μικρή παρένθεση γιατί αυτές οι αστείες αντιλήψεις γεννήθηκαν από απολίτικα άτομα που δεν βρέθηκαν ποτέ στη θέση του εργαζόμενου – για να μην μιλήσουμε για ταξικό υπόβαθρο. Αντίστοιχα εμπορική μουσική δεν χαρακτηρίζεται η εύπεπτη μουσική αλλά η μουσική που αναπαράγεται με κάθε τρόπο ή μέσω το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη εμπορικής συναλλαγής και καπιταλιστικών διπόλων εργάτη-αφεντικού και εργοδότη-καταναλωτή ή καλλιτέχνη-καταναλωτή. Σε αυτό το σημείο να σημειωθεί πως ο όρος ακροατής σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ισχύει καθώς το άτομο πληρώνει για να ακούσει δηλαδή καταναλώνει μουσική. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, όποιος παίζει σε μαγαζιά ή οπουδήποτε αλλού χρησιμοποιώντας όρους αγοροπωλησίας, είτε μιλάμε για πενήντα λεπτά είτε για χίλια ευρώ, πολύ απλά είναι εμπορικός και κάνει εμπορική μουσική. Η μουσική που πουλιέται –ασχέτως αισθητικής, θεματολογίας και στίχων– είναι ένα εμπορεύσιμο προϊόν που καταναλώνεται. Το πως χαρακτηρίζει ο κάθε “καλλιτέχνης” τη μουσική του –αντιφασιστική, επαναστατική, battle, κοινωνικοπολιτική κ.λπ. – δεν αλλάζει το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα παρά μόνο το περιτύλιγμα όπως συμβαίνει με όλα τα υπόλοιπα προϊόντα γιατί όπως είπαμε ένα προϊόν που καταναλώνεται.

Όποιος επιλέγει να παίζει σε μαγαζιά για να κάνει τις αρπαχτές του, όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια στο εγχώριο hip hop, πολύ απλά διαιωνίζει και ενισχύει την ληστρική σχέση εργάτη-αφεντικού. Για να βγει στην κυριολεξία ο κάθε καραγκιόζης και να πει τις μαλακίες του στα μικρόφωνα των μαγαζιών, άλλοτε να το παίζει πιο μάτσο ή αντίφα μιας και πουλάει πολύ τελευταία, χρειάζεται από πίσω μια στρατιά εργαζομένων. Πίσω από τα μικρόφωνα των εμσίδων ιδρώνουν ανασφάλιστες σερβιτόρες για γελοία μεροκάματα. Εργαζόμενοι στο μπαρ και καθαρίστριες –αν τα αφεντικά δεν χώσουν τις σερβιτόρες για καθάρισμα όπως συμβαίνει παντού– εργάζονται ώστε μέσω του ιδρώτα τους ο κάθε κατακαημένος να λέει μεγάλα λόγια για να ψαρώνει το καταναλωτικό κοινό.

Η αντεργκράουντ κουλτούρα δεν γεννήθηκε για να δημιουργήσει μια νέα εναλλακτική πρόταση, όπως αυτή η ευρέως διαδεδομένη του πεντάευρου που δεν επηρεάζει σε τίποτα το καπιταλιστικό μοντέλο, αλλά για να καταστρέψει τους εμπορικούς όρους του θεάματος χρησιμοποιώντας την θεωρία και τις πρακτικές της αντιεμπορευματικής έκφρασης. Η αντιεμπορευματική έκφραση με τη σειρά της δεν αφορά μόνο τον τρόπο με τον οποίο στήνεται μια εκδήλωση ή συναυλία, αλλά αφορά τον τρόπο που επιλέγει τόσο η συλλογικότητα όσο και η κάθε μπάντα να κάνει κοινά πράγματα με άλλους – είτε άτομα είτε πολιτικές ομάδες-συλλογικότητες. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω πως στήνεται μια αυτοοργανωμένη συναυλία, έχουν γίνει δεκάδες αναφορές για αυτό το θέμα στο παρελθόν, αλλά θα χρησιμοποιήσω ένα πολύ απλό παράδειγμα που πλέον έχει χαθεί από την κριτική σκέψη του κόσμου που ασχολείται με την αντιεμπορευματική έκφραση-σκηνή.

Ένα άτομο της αντιεμπορευματικής έκφρασης δεν μπορεί να λειτουργεί με αυτοοργανωμένους όρους και την ίδια στιγμή να επιλέγει να κάνει κοινά πράγματα με μπάντες ή άτομα που είτε ουδεμία σχέση έχουν με την αντιεμπορευματική κουλτούρα και έκφραση είτε κινούνται σε διπλό ταμπλό – το γνωστό φαινόμενο λίγο μαγαζιά λίγο αλληλεγγύη και αντιφασισμός. Αντιεμπορευματική έκφραση σημαίνει πάνω από όλα ευθύνη, συλλογική και ατομική. Αντιεμπορευματική έκφραση σημαίνει κόκκινες γραμμές. Η καραμέλα “η μουσική είναι για να ενώνει και όχι για να χωρίζει” είναι άκρως ηλίθια και φλερτάρει επικίνδυνα με την φασιστική λογική ότι κάτω από ένα κοινό πέπλο, για παράδειγμα το έθνος, όλοι πρέπει να ενωθούμε για το κοινό καλό. Με κεφαλαία γράμματα ΟΧΙ. Δεν γίνεται ως περήφανο μέλος της εργατικής τάξης και περήφανο παιδί της αυτοοργανωμένης έκφρασης να βρω κάτι κοινό ή να ενωθώ με εργοδότες, εμσίδες που είναι σεξιστές, μισογύνηδες, ματσό ή απλά παίζοντας σε μαγαζιά γεμίζουν ακόμα περισσότερο τις τσέπες των αφεντικών.

Ας μεταπηδήσουμε στο κεφάλαιο hip hop για να δούμε επιγραμματικά κάποια ζητήματα περί ανηθικότητας. Το πρώτο βήμα ανήθικης συμπεριφοράς αναφέρθηκε προηγούμενος και αφορά τις εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται και αναπαράγονται μέσω της εμπορικής μουσικής. Το δεύτερο βήμα έρχεται από την εκμετάλλευση της ίδιας της μουσικής και συγκεκριμένα από την εκμετάλλευση της άμεσης προ βάσιμης μουσικής φόρμας του hip hop. Ως γνωστόν, το hip hop δεν δημιουργήθηκε για να αποτελέσει ένα μέσω αυτοσυντήρησης των φτωχών αλλά για να μετατραπεί σε μέσω έκφρασης αυτών που δεν είχαν πρόσβαση στη γνώση και τα μέσα. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι όλα αυτά, δηλαδή η γνώση και τα μέσα των  “από τα κάτω”, τα πρόσφερε ελευθέρα από όλους για όλους χωρίς την ύπαρξη αντιτίμου. Εξ αρχής το hip hop δεν είχε καμία σχέση με όρους εμπορευματοποίησης, θεάματος και κατανάλωσης. Ο κοινωνικοταξικός χαρακτήρας και ρόλος του φαίνεται και από το γεγονός ότι το hip hop δεν σπουδάζεται αλλά μαθαίνεται ελεύθερα στο δρόμο. Η γνώση του δεν εγκλωβίζεται σε ακαδημαϊκά βιβλία και πανεπιστήμια αλλά ρέει ελεύθερη παντού για όλους και όλες.

Ο καπιταλισμός μπορεί να είναι πάρα πολύ ισχυρός η ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι πολλές φορές το οπλοστάσιό του είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει κάποιες καταστάσεις. Για αυτό τον λόγο ότι δεν μπορεί να καταπολεμήσει ευθέως το αφομοιώνει. Αυτός είναι ο λόγος που το hip hop κατακερματίστηκε και εμπορευματοποιήθηκε τμηματικά, δηλαδή κάθε στοιχείο του ξεχωριστά πλήρως αποδεσμευμένο από το όλον που είναι η hip hop κουλτούρα, δημιουργώντας μια κερδοφόρο βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου – και όχι μόνο. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που η πρώιμη αντεργκράουντ σκηνή πάλεψε για πολλά χρόνια ώστε να διατηρήσει τον αρχικό χαρακτήρα, τόσο του hip hop όσο και των υπόλοιπων υποκουλτούρων μέχρι τη στιγμή που αφομοιώθηκε πλήρως από την βιομηχανία. Πόσο λοιπόν ηθικό είναι να χρησιμοποιεί κάποιος με αυτοσκοπό το προσωπικό κέρδος και όφελος κάτι το οποίο είχε εξ αρχής έχει ως σκοπό την αυτοέκφραση, την αλληλομόρφωση –και το βασικότερο– μαθαίνεται ελευθέρα χωρίς χρηματικούς ή άλλης μορφής περιορισμούς; Για να κάνουμε και λίγο χιούμορ θα χρησιμοποιήσω ένα χιουμοριστικό παράδειγμα που εξηγεί ακριβώς αυτό το πρόβλημα. Το να κάνει κανείς hip hop μέσα στα μαγαζιά είναι σαν να ζει με συσσίτια αλλά αντί να τρώει τις μερίδες να τις παίρνει και να τις πουλάει στους συνανθρώπους του, και το ακόμη χειρότερο, να τις πουλάει ως δικές του.

Αν κάποιος θέλει σώνει και καλά να ζήσει μέσα από την μουσική, και φυσικά δεν αναφέρομαι σε μουσικούς, ευχαρίστως να το κάνει αλλά ας αφήσει το hip hop στην άκρη. Ούτως ή άλλως αν κάποιος επιλέξει να δουλέψει ως εργάτης της τέχνης μπορεί να διεκδικήσει μαζί με τους συναδέλφους του πολλά πράγματα και να μην εγκλωβίζεται στην στείρα και φιλοεργοδοτική λογική της αρπαχτής. Σκεφτείτε μόνο πόσο γελοίο και ανήθικο είναι όχι μόνο να χρησιμοποιείς εμπορικά κάτι το οποίο προσφέρετε ελεύθερα και ο σκοπός του είναι αυστηρά αντιεμπορευματικός, αλλά να βγάζεις και ποσά που οι υπόλοιποι εργαζόμενοι –που εκείνη την στιγμή δουλεύουν μαζί με εσένα για εσένα– θα πρέπει να κάνουν πολλά ακόμα μεροκάματα για να τα δουν. Με άλλα λόγια όταν ένας παίζει σε μαγαζιά με όρους αρπαχτής δεν λειτουργεί με συναδερφικούς ταξικούς όρους, ξεκάθαρους και οριζόντιους με τους υπόλοιπους εργαζομένους, αλλά με όρους θεάματος και υπερκατανάλωσης: έρχεται, παίζει, παίρνει το ποσό που συνεννοήθηκε με το αφεντικό και φεύγει. Ακόμα όμως και αν δεν το κάνει αυτό, δηλαδή δεν ζητήσει λεφτά ή πάρει λίγα ή έχει ελεύθερη είσοδο τότε βγαίνει δύο φορές μαλάκας. Μία γιατί έκανε δωρεάν διαφήμιση στο μαγαζί και δύο γιατί προσέφερε στο αφεντικό αυξημένη κατανάλωση που μεταφράζεται σε αυξημένα κέρδη – την ίδια στιγμή βέβαια που υπόλοιποι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να παίρνουν τον μεροκάματο της πείνας.  

Η αντεργκράουντ κουλτούρα και συγκεκριμένα η αντιεμπορευματική έκφραση δεν εφαρμόζεται μόνο με στόχο την ατομική και συλλογική ψυχαγωγία και εκτόνωση, αλλά και για να καταστρέψει κάθε μορφής σχέση εκμετάλλευσης προτείνοντας και εφαρμόζοντας νέες. Για να συμβεί αυτό με επιτυχία χρειάζεται υπευθυνότητα τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Το να στήσεις μια αυτοοργανωμένη συναυλία, όσο ισχυρή θεματολογία ή σκοπό και αν έχει, δεν είναι ποτέ αρκετό αν οι ίδιες οι μπάντες που μετέχουν δεν πράττουν με τον ίδιο τρόπο. Στα λόγια όλες και όλοι μπορούμε να πούμε πολλά και να γίνουμε καλοί. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε στη πράξη.



Για ένα επικίνδυνο και περήφανο hip hop των δρόμων και των εξεγερμένων και όχι για ένα hip hop των αφεντικών και των ξεφτιλισμένων…





Javaspa, τρία υπόγεια κάτω από των βούρκο του 2016


     



Το μεγάλο στοίχημα



Περάσανε σχεδόν τρεις δεκαετίες και η αυτοοργανωμένη-αντιεμπορευματική έκφραση, που εξ αρχής στον ελλαδικό χώρο αποτελούσε κομμάτι του αναρχικού κινήματος, κατάφερε αυτό που πριν κάποια χρόνια θεωρούσαμε ακατόρθωτο. Όλο αυτό το διάστημα –μέσα από αντιφάσεις, υπερβολές και λάθη– οχυρώθηκε ιδεολογικά και αμφιταλαντεύθηκε σε διάφορες έννοιες οι οποίες με τη σειρά τους γέννησαν προβληματισμούς και διαμάχες όπως αυτές περί “πολίτικαλ κορέκτ” και μη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και υπό αυτές τις συνθήκες καταφέραμε και κατακτήσαμε το πρώτο στάδιο που αφορά τον βαθμό ανταγωνιστικότητας με το υπάρχον. Πλέον στην ιστορία και στους κύκλους της αυτοοργανωμένης έκφρασης υπάρχουν συγκροτήματα που από όλες τις απόψεις –μουσικά, ποιοτικά, αισθητικά κ.λπ.– έχουν ξεπεράσει μπάντες του εμπορίου, είτε μιλάμε για μπάντες των μεγάλων δισκογραφικών είτε εναλλακτικές μπάντες των μαγαζιών “ηπιότερου” προφίλ.

Με πολύ μεγάλη συλλογική προσπάθεια σε πανελλαδικό επίπεδο, όχι μόνο από τις μπάντες της αυτοοργανωμένης έκφρασης αλλά και από πολιτικές ομάδες, συλλογικότητες και καταλήψεις, καταφέραμε να φτάσουμε και το δεύτερο στάδιο των υποδομών. Με τον εξοπλισμό που καταφέραμε πρόσφατα να αποκτήσουμε ως μουσική κολεκτίβα Diskollectiv και την ύπαρξη κινηματικών τυπογραφικών υποδομών πλέον μπορεί να καλυφθεί με αντιεμπορευματικούς όρους όλη η διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής μια δουλειάς, όχι μόνο του μουσικού τομέα άλλα όλου του φάσματος της αυτοοργανωμένης έκφρασης – για παράδειγμα βιβλία, κόμιξ, ντοκιμαντέρ κ.λπ.

Ύστερα από αυτή τη μεγάλη και περιπετειώδη πορεία στο χρόνο και τη ιστορία –κατά την οποία μετρήσαμε απώλειες, αποχωρήσεις, μαλώματα και διαμάχες– το μόνο που μας μένει πλέον είναι το πιο δύσκολο κομμάτι αυτού του μακρόχρονου ταξιδιού: το τρίτο στάδιο του “μεγάλου στοιχήματος”, δηλαδή της διατήρησης όσων κατακτήσαμε. Στην αυτοοργανωμένη έκφραση δεν σημαίνει απολύτως τίποτα το να κατακτήσεις κάτι, για παράδειγμα μια ισχυρή ιδεολογική δομή, αν αυτό δεν μπορείς να το διατηρήσεις ανεκφύλιστο και μέσα στο πέρασμα του χρόνου δεν το εξελίξεις και δεν το κάνεις ακόμα πιο δυνατό. Αν και προσωπικά αυτό το θεωρούσα αυτονόητο, τα γεγονότα έδειξαν πως αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο το οποίο απαιτεί υπομονή, επιμονή και πολύ δουλειά από όλες τις πλευρές.

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ κανένας και καμία είναι ότι τα αντιεμπορευματικά συγκροτήματα και ο κόσμος που πλαισιώνει την αυτοοργανωμένη έκφραση όχι μόνο είναι ένα και το αυτό, αλλά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Αν οι πολιτικές ομάδες και οι συλλογικότητες δεν λειτουργούν με ισχυρά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και κριτήρια, τότε από την πλευρά των συγκροτημάτων δεν θα μπορεί να υπάρξει καμία εξέλιξη και καμία προοπτική πάνω σε αυτόν τον τομέα. Αντίστοιχα, αν τα συγκροτήματα δεν θέτουν κόκκινες γραμμές με ποιους θέλουν να συνδιαμορφώνουν και με τι όρους μπορούν να συμμετέχουν, τότε οι συλλογικότητες και οι πολιτικές ομάδες δεν μπορούν να έχουν την πρώτη ύλη ώστε να χτίσουν ένα ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο που θα οχυρώσει την αυτοοργανωμένη-αντιεμπορευματική έκφραση.

Στα πέτρινα χρόνια του ’15 είναι η καταλληλότερη στιγμή για να αποδείξουμε το ρόλο, το σκοπό και τη δύναμη της αυτοοργανωμένης έκφρασης για έναν πολύ απλό λόγο. Η αυτοοργανωμένη-αντιεμπορευματική έκφραση δημιουργήθηκε μέσα στα δύσκολα, για τα δύσκολα και όχι για τα εύκολα…



Javaspa από την Φλέβα έως τα τέλη του 15






Διαβάστε




Για την υπεράσπιση των ταραχών στο Φέργκιουσον

                                                                Ρόμπερτ Στέφενς



 «Οι διαδηλωτές του Φέργκιουσον δεν είναι παράλογοι ή απολίτικοι. Ζητούν την προσοχή πάνω στις βασικές τους, ανικανοποίητές ανάγκες τους…. όπως παρατήρηση ο Deandre Smith, ταυτιζόμαστε περισσότερο με σπασμένες βιτρίνες παρά με “σπασμένους” ανθρώπους».




               

            Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου (24.11.2014) η αστυνομία του Φέργκιουσον στο Μιζούρι δολοφόνησε των μαύρο έφηβο Μάϊκλ Μπράουν (9.8.2014). Ενώ οι λεπτομέρειες της δολοφονίας συνεχίζουν να διαρρέουν, είναι ξεκάθαρο ότι κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης ένα περιπολικό του έκλεισε το δρόμο μακριά από το σπίτι της γιαγιάς του. Ένας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε τον άοπλο έφηβο στη μέση του δρόμου. Οι μάρτυρες αναφέρουν ότι ο Μπράουν έτρεχε για να ξεφύγει από τους αστυνομικούς με τα χέρια στον αέρα πριν τον πυροβολήσουν.

                Το Φέργκιουσον είναι μια πόλη που έχει συγκεντρώσει πολλούς φτωχούς μαύρους κάτω από τον έλεγχο λευκών ιδρυμάτων. Η δολοφονία αμέσως χτύπησε ένα νεύρο. Συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ξέσπασαν καθώς οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους με τελικό αποκορύφωμα την εξέγερση. Διάφορα πλήθη πήγαν στο σημείο δολοφονίας του Μπράουν κρατώντας κεριά, ενώ στη συνέχεια πυρπόλησαν επιχειρήσεις με κοκτέιλ μολότοφ κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με την αστυνομία. Πως φτάσαμε ως εδώ;

                Πέρα από τον ανόητο, βίαιο όχλο, οι άνθρωποι του Φέργκιουσον είχαν εμπλακεί σε μια συντονισμένη πολιτική ευαισθητοποίηση που οδήγησε στην εξέγερση. Ένα βίντεο που κατέγραψε τη σκηνή της δολοφονίας έδειξε έναν αριθμό υποκινητών να μιλάει στο πλήθος μετατρέποντας την στιγμιαία οργή σε πολιτική ενότητα. Συγκεκριμένα ένας νεαρός μαύρος ομιλητής έκανε μια πειστική πολιτική ανάλυση που πλαισιώνει την αδικία της αστυνομικής βαρβαρότητας ως υποπροϊόν της οικονομικής αποδιάρθρωσης της κοινότητας.



«Συνεχίζουμε να δίνουμε τα χρήματά μας σε αυτούς τους “λευκούς οδηγούς των σκλάβων”, ζώντας μέσα στα κτηριακά συγκροτήματα, χωρίς να μπορούμε να έχουμε καμία δικαιοσύνη. Κανένας σεβασμός. Είναι έτοιμοι να σε πετάξουν έξω αν δεν πληρώσεις έναν λογαριασμό…Πρέπει να είσαι αηδιασμένος όσο δε πάει».



                Οι εξεγέρσεις, όπως και άλλες μορφές πολιτικής δράσης, μπορούν να οικοδομήσουν την αλληλεγγύη. Μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρά συναισθήματα κοινής ταυτότητας. Η οργή στο Φέργκιουσον προσέλκυσε γρήγορα πολλούς περιθωριοποιημένους ανθρώπους σε όλη την περιοχή. Ως αντι-απόδειξη της παρανομίας, η παρουσία αυτών των “αουτσάιντερ” αντανάκλασε την μαγνητική δύναμη του πολιτικού κινήματος. 

                Από την αρχή, οι αντιμπατσικές διαδηλώσεις που προηγήθηκαν της εξέγερσης είχαν μια δυναμική τύπου «εμείς εναντίον αυτών». Σε κάποια στιγμή του αγώνα μια γυναίκα που κρατούσε κάμερα είπε: «Που είναι οι παραβάτες (thugs); Που είναι οι συμμορίτες όταν τους χρειαζόμαστε;». Τότε ξαφνικά το πλήθος άρχισε να φωνάζει σε διάφορες συμμορίες των δρόμων να εγκαταλείψουν τη βία “μαύρων μεταξύ μαύρων” και να ενωθούν στον αγώνα εναντίον της καταπίεσης. Η κοινότητα ήταν ενωμένη και έτοιμη να αναλάβει δράση. Η αστυνομία ήταν το πρόβλημα και έπρεπε να καταπολεμηθεί.

                Το πλήθος δεν ήταν παράλογο ή απολίτικο. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να αντιμετωπίσει τις ευρύτερες πολιτικές του ανάγκες. Ο κόσμος γνώριζε ότι η διαφυλετική βία εντός της κοινότητας αποτελούσε ένα ζήτημα και στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχονταν από τα παιδιά της κοινότητας, τα ξαδέρφια, τους φίλους και τους γείτονες. Αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι οι μαύροι δεν ενδιαφέρονται για τη βία εντός των κοινοτήτων τους, το πλήθος έκανε εκκλήσεις για ενότητα στις συμμορίες, αποδεικνύοντας ότι οι αντιμπατσικές διαδηλώσεις προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, με τέτοιο τρόπο, που επιλύονται ζητήματα όπως η συμμορίτικη βία.

                Ακολουθώντας την εξέγερση, οι συμμετέχοντες συνέχισαν να συζητούν την ανάδυση πολιτικών όρων. Ο DeAndre Smith, που ήταν παρόν τη στιγμή που κάηκε το QuickTrip, είπε στις τοπικές ειδήσεις: «Πιστεύω ότι πολλοί ανησυχούν περισσότερο για το τι συμβαίνει στα μαγαζιά τους, στο εμπόρευμά τους και όλα αυτά. Δεν νοιάζονται για την δολοφονία». Ένας άλλος πρόσθεσε, “απλά πιστεύω πως ότι συνέβη ήταν αναγκαίο για να αποδείξει στην αστυνομία ότι δεν μπορεί να ελέγχει τα πάντα”. Τότε ο Smith συνέχισε καταλήγοντας “δεν πιστεύω ότι αυτά που έκανε (το εξεγερμένο πλήθος) ήταν αρκετά”.

                Σε μια δεύτερη συνέντευξη, αυτή τη φορά με τον Kim Bell από το Σάιντ Λούις, ο Smith επεκτάθηκε στις πεποιθήσεις του για την εξέγερση ως μια βιώσιμη πολιτική στρατηγική:



Αυτό που γίνεται είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει όταν μια αδικία συμβαίνει στη κοινότητά σου… Ήμουν εδώ με την κοινότητα, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω… δεν πιστεύω ότι τελείωσε, ειλικρινά. Νομίζω ότι πήραν απλά μια ιδέα για το τι σημαίνει η «μαύρη αντεπίθεση» στο Σάιντ Λούις, την τελευταία πολιτεία που κατήργησε τη δουλεία. Συνεχίζουν να πιστεύουν ότι έχουν τον έλεγχο πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα; Εγώ το πιστεύω.

Αυτός είναι ο τρόπος που παίρνουν χρήματα: επιχειρήσεις και φόροι. Η αστυνομία σταματάει πολίτες και τους μοιράζει κλίσεις, τους πηγαίνει στα δικαστήρια και τους φυλακίζει. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το Σάιντ Λούις βγάζει λεφτά. Τα πάντα έχουν να κάνουν με τα χρήματα στο Σάιντ Λούις, έτσι όταν σταματάς τη ροή των πραγμάτων, αυτοί έχουν πράγματα που τα οργανώνουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο… είτε θα φάμε, είτε θα πεινάσουμε, είτε θα λιμοκτονήσουμε. Βάλε τον εαυτό σου σε μια συγκεκριμένη γειτονιά και δες αν αντέχεις την λιμοκτονία… αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, όχι εδώ στο Σάιντ Λούις.



O Smith υποστηρίζει ότι άρα πολλοί αυτοαποκαλούμενοι αντιρατσιστές και αριστεροί αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο ρατσισμός δεν είναι ζήτημα ηθικού χαρακτήρα. Ο ίδιος αναγνωρίζει τα ευρύτερα οικονομικά οφέλη και τις διευκολύνσεις από την φυλετική υποταγή, γι’ αυτό και ο ίδιος ψάχνει για αποτελεσματικούς τρόπου διακοπής αυτού του φαινομένου. Αυτή δεν είναι μόνο μια ανάλυση που συχνά προωθείται από την Αριστερά, αλλά η δράση μέσα από αυτή αποτελεί τον μόνο τρόπο εξάλειψης των παγιωμένων φυλετικών ιεραρχιών.

                Συνήθως, όταν συμβαίνουν γεγονότα όπως η εξέγερση του Φέργκιουσον, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι σπεύδουν να καταδικάσουν τους συμμετέχοντες. Τουλάχιστον απορρίπτουν τις ταραχές ως αντιπαραγωγικές και καιροσκοπικές – σαν μερικά άτομα να χαλάνε το σύνολο. Οι περισσότεροι επικριτές, από τους οποίους μερικοί είναι μαύροι, επιδιώκουν να αστυνομευθούν οι κοινότητές τους με «πολιτικές σεβασμού», μια έκκληση για τον υποδουλωμένο λαό να παρουσιάσει τον εαυτό του με τρόπο που να είναι αποδεκτός από την κυρίαρχη τάξη και να αποκομίσει –μέσω αυτού– πολιτικά οφέλη.

                Ο πολιτικός επιστήμονας Frederick Harris έγραψε σε ένα άρθρο του τρέχοντος έτους:



Αυτό που ξεκίνησε ως μια φιλοσοφία που βγήκε από τις μαύρες ελίτ και αφορά την «άνοδο της φυλής» διορθώνοντας τα “κακά” χαρακτηριστικά των φτωχών μαύρων, έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα χαρακτηριστικό της μαύρης πολιτικής στην εποχή του Ομπάμα. Σε μια κυβερνητική φιλοσοφία που επικεντρώνεται στη διαχείριση της συμπεριφοράς των μαύρων ανθρώπων που έμειναν πίσω σε μια κοινωνία που κραυγαλέα προωθείτε ως κοινωνία των ευκαιριών. Η πολιτική όμως του ευπρεπισμού έχει απεικονιστεί ως μια απελευθερωτική στρατηγική που παραμελεί τις συζητήσεις σχετικά με τις διαρθρωτικές δυνάμεις που εμποδίζουν την κινητικότητα της φτωχής μαύρης εργατικής τάξης.

Αν και οι ταραχές συχνά ηλεκτρίζουν τις εκδηλώσεις της κοινότητας με μια δυνατότητα εξαπόλυσης συντονισμένης πολιτικής ενέργειας, με απρόβλεπτες κατευθύνσεις και δυναμική, η πολύκαιρη πολιτική του ευπρεπισμού οδηγεί μόνο σε περαιτέρω περιθωριοποίηση και εξάρθρωση. Τώρα, είναι εφικτή η διαφωνία με την ανταρσία. Αυτές όμως οι απαντήσεις των κοινοτήτων στην υποταγή πρέπει να συζητηθούν με πολιτικούς όρους και όχι απλά να απορριφθούν σηκώνοντας το χέρι. 

                Ζούμε μέσα σε ένα πλαίσιο λευκής υπεροχής και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού όπου η πολιτική της φυλής έχει χρησιμοποιηθεί για τη διατήρηση της ταξικής εκμετάλλευσης και της φυλετικής ιεραρχίας – ενώ παράλληλα κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του ρατσισμού παροπλίζεται ή αγνοείται. Αυτές οι πολιτικές εντείνουν μόνο την οικονομική αποδιάρθρωση και τη φτώχεια όσων βρίσκονται στο περιθώριο.

                Τόσο οι ερωτηθέντες στις ειδήσεις όσο και το πλήθος που βρισκόταν μπροστά στη σκηνή της δολοφονίας του Μπράουν, φαίνεται πως κατάλαβαν ότι πρέπει να διαταράξουν τον αλληλοσυσχετισμό μεταξύ φυλετικής υποταγής και καπιταλισμού. Ένιωσαν ότι μια πορεία ή μερικές άλλες αποδεκτές φόρμες δράσης μιας καλοήθης αγανάκτησης δεν θα μπορούσαν να κατονομάσουν τις πολιτικές τους ανάγκες – και δεν είχαν άδικο.

                Πολλοί από εμάς σπεύδουν να καταδικάσουν αυτούς τους τύπους των ταραχών επειδή είμαστε στην πραγματικότητα ικανοποιημένοι από την μετα-φυλετική ψευδαίσθηση του νεοφιλελευθερισμού. Στο καμένο QuickTrip κάποιος άφησε το μήνυμα “εταιρικός γείτονας”, με τις ελπίδες ότι η επιχείρηση θα επιστρέψει: «Αγαπητέ εταιρικέ γείτονα, συγνώμη για την κλοπή και τη βία που δημιουργήθηκε. Σε παρακαλώ να επιστρέψεις σύντομα. Θα ψωνίζω 2-3 φορές τη βδομάδα».

                Στην επιφάνεια, η αντιμετώπιση των συνεπειών της εξέγερσης είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Πλαισιώνοντας τους εαυτούς τους ως πελάτες που χρειάζονται τους “εταιρικούς γείτονες”, είναι πιθανό ότι τέτοιου είδους άτομα ενεργούν, όχι με την ανησυχία ότι οι εργαζόμενοι άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, αλλά με τον φόβο ότι θα διαταραχθεί η καταναλωτική τους ρουτίνα. Όπως παρατήρηση ο Deandre Smith, ταυτιζόμαστε περισσότερο με σπασμένες βιτρίνες παρά με “σπασμένους” ανθρώπους.

                Από τη πορεία διαμαρτυρίας του 1773 στη Βοστώνη (Boston Tea Party) μέχρι τις ταραχές του 1786 στη Μασαχουσέτη (Shays’ Rebellion), οι εξεγέρσεις στην Αμερική έγιναν για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Στο παρελθόν οι λευκοί εξεγερμένοι είχαν πρόσβαση στη θεσμική εξουσία η οποία τους επέτρεψε να νομιμοποιηθούν μερικά από τα αιτήματά τους ή έστω να επιλυθούν, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το κλειδί για την εξέγερση του Φέργκιουσον, όπως συμβαίνει σε κάθε μη βιώσιμη στιγμή της πολιτικής, είναι να μετατραπεί αυτή η οργή και αυτή η αναστάτωση σε μια εποικοδομητική πολιτική οργάνωση. Μπορεί να είναι ευκολότερο στα λόγια παρά στη πράξη, αλλά είναι μια καλύτερη αντίδραση από το να κατασταλούν οι ταραχές και να κάνει ακόμη πιο δύσκολη στους ανθρώπους τη διαδικασία επίτευξης των στόχων τους.

                Ο Μάλκολμ Χ μας υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι ένα βασικό μέσο υποταγής επειδή καθορίζει ποιες πράξεις είναι σεβαστές και ποιες ακραίες – και ως εκ τούτου παράνομες. Αντί να ακολουθούμε αυτό το γνωστό σενάριο, ας ανατρέξουνε πίσω στις αφηγήσεις σχετικά με το να στερούνται οι εξεγερμένοι την πολιτική. Ας βρούμε τρόπους ώστε να παρατηρήσουμε ειλικρινά τις πολιτικές τους ανάγκες, παρά να επικρίνουμε τη φύση των απαντήσεών τους απέναντι στη κοινωνική βία.

               



Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε μετά τη δολοφονία του Μάϊκλ Μπράουν, αλλά παραμένει επίκαιρο δεδομένης της –αθωωτικής– δικαστικής απόφασης.




_______________________________________***______________________________________


Hip hop σάμπλινγκ, μουσική βιομηχανία και αισθητική

Με αφορμή την δημιουργία του ρεμιξ “Η μπαλάντα του Νότου [Southtrap mix]”



Το μουσικό στοιχείο του hip hop, δηλαδή η ραπ, από την πρώτη στιγμή της γέννησής του μέσα στα αχανή αστεακά κέντρα των αμερικανικών πόλεων είχε να κάνει με τους ήχους της απαλλοτρίωσης: το σάμπλινγκ. Μια πολύ σημαντική όμως λεπτομέρεια είναι ότι, όπως και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, το ραπ είχε και έχει άμεση σχέση με την αισθητική η οποία επηρεάζεται και δημιουργείται μέσα από –πέραν των μουσικών στοιχείων– οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικοϊδεολογικούς χαρακτηριστικά.

Το στοιχείο του σάμπλινγκ ήταν αυτό που έδωσε τη πρώτη νότα του “hip hop υψηλού”1, τόσο στη μουσική όσο και στην θεματολογία και τον τρόπο ραπαρίσματος. Τα στοιχεία της ντίσκο, της ρέγκε, της σόουλ, της τζαζ και του φανκ –άλλοτε περίτεχνα και άλλοτε άτσαλα παντρεμένα μεταξύ τους–, παρήγαγαν ηχοχρώματα που δεν άφηναν κανένα περιθώριο να γραφτούν ή να ραπαριστούν πάνω τους στίχοι που ανήκουν στη σφαίρα του προσβλητικού ή αδιάφορου. Μπορεί η τεχνολογία των δεκαετιών 1970-1980-1990 να μην προσέφερε τις διευκολύνσεις του σήμερα, αυτή όμως η κατάσταση βοήθησε τον καθένα να γίνετε όλο και πιο δημιουργικός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολύπλοκης μουσικής ραπ φόρμας η οποία όμως ήταν εύκολη να αναπαραχθεί από όσους και όσες ασχολούνταν πραγματικά με την hip hop υποκουλτούρα.

Η βιομηχανία παρατηρώντας από την πρώτη στιγμή την πορεία του hip hop και θέλοντας να το οικειοποιηθεί, ξεκίνησε μια προσπάθεια, κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του, αποδόμησης αυτών των μοναδικών –και μέχρι τότε άσπαστων– μουσικών κωδικών. Όταν τελικά το κατάφερ, κυρίως μέσα από “μαύρους” επιχειρηματίες όπως ο P. Diddy [Bad Boy] και ο Suge Knight [Death Row], η μουσική βιομηχανία ξεκίνησε να απλουστεύει όλο και περισσότερο τη μουσική δομή της ραπ ώστε να την κάνει ακόμα πιο εύπεπτη προς το καταναλωτικό κοινό καθώς συνειδητοποίησε ένα πολύ σημαντικό γεγονός: η ραπ ήταν το πρώτο σε πωλήσεις μουσικό είδος στην Αμερική [1998].

Μέσα σε αυτή τη νέα συνθήκη του ξεπουλήματός της, τα βαριά drunbreaks της φανκ και της τζαζ έδωσαν τη θέση τους σε “πλαστικά” ψηφιακά claps και ψευτο-ταμπούρα, ενώ οι ατμοσφαιρικές λούπες της σόουλ και της ρέγκε άρχισαν να μετατρέπονται σε άψυχα synths των δύο ή τριών συγχορδιών. Όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, αυτή η νέα άνοστη και πλήρως ψηφιακή αισθητική μετάλλαξε και τον τρόπο ραπαρίσματος όπου πλέον άφησε στην άκρη κάθε οργή και κάθε πραγματικότητα των γκέτο προς όφελος του κέρδους, δηλαδή προς όφελος αυτών των θεματικών που ήθελαν να ακούσουν οι καταναλωτές.

Η μουσική βιομηχανία ήθελε μια ραπ μουσική άκρως εφήμερη που να καταναλώνεται άμεσα και να παράγετε πανεύκολα –και κυρίως– με όσο το δυνατόν λιγότερο κόστος. Για να συμβεί αυτό έπρεπε η ίδια η μουσική της φόρμα να είναι τόσο απλή και εύκολη στο ραπάρισμά της, ώστε η βιομηχανία να χρησιμοποιεί όποιο πρόσωπο θεωρούσε ότι πουλούσε περισσότερο την εκάστοτε περίοδο, ασχέτως αν δεν είχε κανένα ταλέντο και καμία σχέση με την hip hop υποκουλτούρα. Ο πρώτος θάνατος του hip hop μόλις είχε έρθει. Η βιομηχανία κατακερμάτισε τη γνώση και από εκεί που ο καθένας ήταν dj/mc/bboy/γκραφιτάς, πλέον έρεπε να επιλέξει να είναι ένα από αυτά. Στο κομμάτι της ραπ, που πουλούσε πιο πολύ από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, το στοιχείο του κατακερματισμού της γνώσης και των ρόλων εφαρμόστηκε στο μέγιστο βαθμό.

Η θεματολογία άρχισε να αλλάζει απότομα. Οι περιγραφικές σκηνές κοινωνικής και κρατικής βίας στα φτωχά κτηριακά συγκροτήματα των μαύρων γκέτο έδωσαν τη θέση τους σε κοιλιακούς, στήσεις, σωματικά υγρά και χρήματα. Το “δαιμονισμένο” ραπάρισμα άρχισε να χάνει την αίγλη και την έντασή του και να γίνεται όλο και πιο άψυχο, άτονο και εύπεπτο για το –κατά βάση λευκό– καταναλωτικό κοινό. Εφόσον άλλος αναλάμβανε την μουσική παραγωγή, άλλος τη μίξη και άλλο/άλλοι το ραπάρισμα, τα δεκάλεπτα αυθόρμητα τραγούδια που μέσα ράπαραν φίλοι και γνωστοί, άρχισαν να γίνονται τρίλεπτα για να χωράνε στα ραδιόφωνα με αυστηρό πλέον μουσικό κορμό σε κουπλέ και ρεφρέν. Ο Chuck D είχε περιγράψει πολύ εύστοχα αυτή τη νέα κατάσταση λέγοντας πως “οι ράπερς πλέον ραπάρουν για τις εταιρείες τους και όχι για τους ίδιους και τις κοινότητές τους”.

Η κυριαρχία των synths μέσα στα ραπ κομμάτια έφερε τον δεύτερο θάνατο του hip hop. Πλέον οι χιπ-χοπάδες δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν εμπειρίες, απόψεις και απορίες σχετικά με το σάμπλ που χρησιμοποιήθηκε σε ένα “x” τραγούδι, πλέον δεν αντάλλασσαν βινύλια –και το σημαντικότερο– σταμάτησαν να ψάχνονται με τη μουσική. Οι συζητήσεις άρχισαν να μετατοπίζονται στο πιο τραγούδι πουλάει περισσότερο και πιο είναι το νέο “χιτάκι” των κλαμπ, πράγμα που ισχύει σήμερα και σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο στην παγκόσμια όσο και στην εγχώρια σκηνή2.  Μετά το 1998 όπου με τη βοήθεια του Soundscan η ραπ μουσική βρισκόταν πλέον επίσημα στη πρώτη θέση των πωλήσεων, άρχισε να χρησιμοποιεί την λογική του προκατόχους της από τον Νότο (Miami bass): η ραπ μουσική άρχισε να δημιουργείται με μοναδικό σκοπό να ακούγεται καλά στα ηχοσυστήματα των κλαμπ και στα ραδιόφωνα.



Πολλοί και πολλές κάνουν το λάθος και θεωρούν αυτή την μετάλλαξη της ραπ ως εξέλιξη. Ο Krs One σε μια πρόσφατη διάλεξή3 του ανέφερε πολύ εύστοχα πως δεν μπορείς να είσαι hip hop όταν πας κατευθείαν στο περιτύλιγμα. Πρέπει πρώτα να ζήσεις την κουλτούρα, να κατανοήσεις τους στόχους και τη δύναμή της και μετέπειτα να καταλήξεις εκεί εφόσον το επιθυμείς, πάντα όμως με τις ανάλογες επιπτώσεις (ως περιτύλιγμα εννοεί τη μουσική βιομηχανία).

Μέσα στη καρδιά των πρώιμων χρόνων κρύβεται όλη η δυναμική του ραπ. Το σάμπλινγκ και η ανταλλαγή τεχνικών και μη απόψεων είναι αυτά τα βασικά στοιχεία που δημιουργούν το ραπ. Όταν αυτά τα στοιχεία χάνονται, όταν το ραπ γίνετε απλά μουσική προς πώληση και κατανάλωση, τότε απόϊδεολογικοποιείται, αποαισθητικοποιείται και πλέον παύει να είναι κομμάτι της hip hop υποκουλτούρας.

Ένα πραγματικό ραπ τραγούδι δεν γράφεται και δεν συνθέτεται μέσα σε λίγα λεπτά. Χρειάζεται μέρες, μήνες, μπορεί και χρόνια4 και άπειρους σβησμένους και ξαναγραμμένους στίχους. Μια διαδικασία δηλαδή που η βιομηχανία και οι mcs του εμπορίου5 έχουν παραλείψει εσκεμμένα. Ένα πραγματικό ραπ τραγούδι δεν μπορεί μιξαριστεί μέσα σε λίγες ώρες. Χρειάζεται να ακουστούν δεκάδες βινύλια και να “κοπούν” δεκάδες διαφορετικοί ήχοι για να δημιουργηθούν τα ντραμς, οι μπασογραμμές και τα σάμπλς. Η βιομηχανία κατάφερε να απλοποιήσει αυτή τη διαδικασία προωθώντας μια άκρως ψηφιακή αισθητική η οποία χρησιμοποιεί μινιμαλιστικούς ψηφιακούς ήχους που μιξάρονται πανεύκολα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

                Πλέον φτάσαμε σε μια κατάσταση που είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς τη διαφορά μεταξύ εξέλιξης και παρακμής σε όλους τους τομείς της ραπ μουσικής – αισθητική, μουσική, στιχουργική κ.λπ. Αν θέλουμε να κρατήσουμε το hip hop ζωντανό και επικίνδυνο θα πρέπει τόσο οι εκφραστές του όσο και οι υποστηρικτές6 του, να φιλτράρουν με πολύ αυστηρά κριτήρια αυτά που ακούν και προωθούν και υποστηρίζουν – ειδικά τα άτομα της εγχώρια πολιτικοποιημένης ραπ σκηνή που προωθούν ότι ακούγεται να είναι ενάντια στο σύστημα, ασχέτως αν δεν προσφέρει τίποτα μουσικά, τεχνικά, στιχουργικά και αισθητικά.  




Υ.Γ. Το τραγούδι “Η μπαλάντα του Νότου” χρειάστηκε κάποιες εβδομάδες για να φτάσει στη τελική μορφή του. Έπρεπε να ξοδευτούν αρκετές ώρες μπροστά σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1980 και να ακουστούν αρκετά φολκ ροκ τραγούδια της δεκαετίας του ’70 για να καταλήξω τελικά τυχαία στο σάμπλ “Simple man” των Lynyrd Skynyrd. Η αισθητική του τραγουδιού και οι στίχοι του επηρέασαν αντίστοιχα τη δική μου αισθητική και θεματολογία. Το ρεμίξ του τραγουδιού πραγματοποιήθηκε μέσα σε λίγες ώρες, συμπεριλαμβανομένου της εύρεσης των synths, της σύνθεσης και της μίξης…





σημειώσεις____________________________________________________________________________________________

1> http://www.scribd.com/doc/191473638/eisigisi.

2> Η εγχώρια hip hop σκηνή το έχει πάει σε άλλο επίπεδο καθώς κατάφερε να δημιουργήσει είδωλα έξω από τη μουσική βιομηχανία. Η σκηνή του υποτιθέμενου “πολιτικοποιημένου hip hop” –και όχι αντιεμπορευματικού και αυτοοργανωμένου– διψάει για τα δικά της αστέρια και τα δικά της “μανάρια” που θα πουλάνε μπύρες, θα ενώνουν την πολιτικοποιημένη ραπ σκηνή και θα φέρνουν νέο κόσμο στις συναυλίες.

3> http://www.youtube.com/watch?v=95dqYnDS3Rc.

4> Το κλασικό drumbreak που ακούγεται στο “Deep Cover”/“Twinz” το έψαχνα μια ολόκληρη δεκαετία(!). Όταν το βρήκα δημιουργήθηκε το “Θέμα αισθητικής”. Αυτό το αναφέρω ενδεικτικά για να θυμηθούμε λίγο τη λογική που κρύβεται πίσω από το “looking for a perfect beat” του Afrika Bambaataa.

5> Mcs του εμπορίου θεωρούνται όλοι όσοι χρησιμοποιούν το χρήμα ως ανταλλακτικό μέσω για τη προώθηση της δουλειά τους –είτε πουλάνε το άλμπουμ τους είτε παίζουν σε μεγάλα ή “μικρά” μαγαζιά– ασχέτως αν αυτοαποκαλούνται πολιτικοποιημένοι, αντιεμπορικοί, αντεργκράουντ κ.λπ.

6> Στην αυτοοργανωμένη έκφραση δεν υπάρχει κοινό αλλά συνδιαμορφωτές. Σήμερα, αυτή η οριζοντιότητα τείνει να δώσει τη θέση της σε ιεραρχίες “πολιτικοποιημένων αστέρων/καλλιτεχνάδων”.


________________________***_______________________


To Βαρέλι



Για να δημιουργήσεις κάτι, το οτιδήποτε, από κάτι πολύ μικρό μέχρι κάτι πολύ μεγάλο, αντλείς πάντα έμπνευση από δεκάδες πράγματα. Οι πιο όμορφες όμως στιγμές οι οποίες είναι δύσκολο να περιγραφούν μέσα από μερικές λέξεις, έρχονται όταν εμπνέεσαι από τους συντρόφους/σες σου, τους ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπούν μέσα από τους χώρους που όλοι μαζί συλλογικά κατακτήσαμε…




Μας πήρε περίπου μία ώρα για να ανάψουμε τη φωτιά αλλά όταν το καταφέραμε ήτανε πραγματικά πολύ δυνατή. Τόσο δυνατή που άνοιγε όλο και περισσότερο τον κύκλο των ανθρώπων που μαζευόμασταν γύρω της για να ζεστάνουμε τα παγωμένα κορμιά μας. Μόνο όμως τα σώματά μας γιατί τα μυαλά μας, οι αξίες και οι σχέσεις μεταξύ μας είχαν είδη ζεσταθεί από την προηγούμενη μέρα. Μια μετάφραση και μια εισήγηση που έφερε “πονοκέφαλο” στον σύντροφό μου –είναι αυτό το γαμημένο hip hop υψηλό που δεν μεταφράζεται με μια φράσεις και μερικές λέξεις– καθώς μια άκρως εποικοδομητική συζήτηση που μας βελτίωσε όλους και όλες, ήταν αρκετή για να ζεστάνει τις παγωμένες σκέψεις μας από την ψυχρή κανονικότητα της εργασίας και της αλλοτρίωσης. Ήταν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που ήρθαν από Αθήνα και άλλες πόλεις και μόλις βρεθήκαμε αγκαλιαστήκαμε, είπαμε τα προβλήματά μας, είπαμε τις μας σκοτώνει κάθε μέρα και τι μας κρατάει όρθιους όπως αυτή η μέρα της αυτοοργάνωσης που μας έφερε και πάλι μαζί. Ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι συνδιαμορφωτές, αυτοί που κάποιοι ξεφτίλες τους αναφέρουν υποτιμητικά ως κοινό. Αυτοί οι άνθρωποι που μόλις σχόλασαν από τις δουλειές τους, αυτοί που κλέψανε λίγο χρόνο από τον ελεύθερο χρόνο τους και βρέθηκαν –για ακόμα μία φορά– εδώ για να κρατήσουν ζωντανή την φλόγα της αυτοοργάνωσης. Αυτοί οι άνθρωποι που μέσα από τις ερωτήσεις, τις παρατηρήσεις ή απλά το χαμόγελό τους εξελίσσουν αυτό που τόσα χρόνια διεκδικούμε ως αντιεμπορευματική έκφραση. Ήταν αυτή η δυνατή φλόγα που δημιουργούσε την αυθόρμητη και έμφυτη οριζοντιότητα μπροστά από την είσοδο ενός καταλυμένου χώρου που αποτελεί μικρογραφία μιας ιδανικής κοινωνίας. Ήταν τα δάκρυα και οι αγκαλιές που γεννήθηκαν μέσα από στίχους και τα μπιτ που δεν ακούς πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα από τους τσιμεντένιους τοίχους που εμείς κατακτήσαμε. Ήταν οι φωνές μας, τα γέλια μας, οι κραυγές μας που ενώθηκαν για να εκτονώσουν την ρουτίνα που μας βαραίνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Ήταν ο τόπος και ο χώρος που ήταν δικός μας, κατεκτημένος και αναδημιουργημένος από τα δικά μας χέρια. Από χέρια συντρόφων, συντροφισσών και φίλων που ξέρουν τι σημαίνει ζωή. Ήταν αυτή η πανέμορφη οριζοντιότητα που δεν βλέπει δίπολα, καλλιτέχνες, αφεντικά, σεκιουριτάδες και οπαδούς. Μια ισότιμη σχέση που δεν παρεμποδίζεται από εμπορευματικές σχέσεις αλλά ενισχύεται από τις αντιεμπορευματικές/ελευθεριακές λογικές. Αυτή η καταληψιακή κουλτούρα που θα μας οδηγήσει σε κόσμους που τόσα χρόνια σχεδιάζουμε και ονειροπολούμε. 
Μην μου ξαναμιλήσεις λοιπόν για hip hop και φεστιβάλ που γίνονται μέσα στα ντουβάρια των μαγαζιών. Μην μου ξαναμιλήσεις για live που διοργανώνονται από ανθρώπους της αρπαχτής. Μην μου ξαναμιλήσεις για ξεφτίλες, γλοιώδεις τύπους που μέσα από την ασφάλεια των εμπορευματικών σχέσεων προωθούν την κάθε είδους νέα επαναστατική και αντιφασιστική ταυτότητα. Μην μου ξαναμιλήσεις για hip hop και κοινό. Για καλλιτέχνες, mc’s και ραπάδες του κώλου. Μην μου ξαναμιλήσεις για event και αφίσες που το μόνο που έχουν να πουν είναι τα γελοία ονόματα ατόμων που δεν βρίσκονται πουθενά. Μην μου ξαναμιλήσεις για υποκουλτούρα όταν το μόνο που έχεις δει είναι σφραγίδες και βραχιολάκια στα χέρια έφηβων παιδιών. Μην μου ξαναπείς για hip hop αν η μόνη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό είναι γυναίκες με σεξουαλικότητα που ξεχειλίζει, κεφάλια που χοροπηδάνε πάνω-κάτω και αρσενικές φιγούρες που δεν έχουν τίποτα σοβαρό να πουν. Μην έρθεις να μου μιλήσεις για “σοβαρό” hip hop αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ στο δρόμο για να ματώσεις για τους χώρους που καταστέλλονται, αλλά αντίστοιχα έχεις δώσει μια περιουσία σε μαγαζιά που ξεζουμίζουν τους εργάτες και τις εργάτριές τους για να προωθήσουν ένα ακόμη μαλακισμένο ως “μουράτο” καλλιτέχνη. Μην έρθεις να μου μιλήσεις για έκφραση αν δεν έχεις κλάψει έστω και μία φορά στην αγκαλιά ενός συντρόφου/σας κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας σε χώρους που εμείς οι ίδιοι βάλαμε τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Έλα να με βρεις εκεί που η φωτιά μας φέρνει όλους και όλες πιο κοντά. Έλα να με βρεις και να με αγκαλιάσεις αν ο πόνος της κανονικότητας σε γονατίζει όπως όλους και όλες εμάς. Έλα να μου μιλήσεις χωρίς να διαμεσολαβεί μεταξύ μας κάποιο χρηματικό αντίτιμο, κάποιο αφεντικό, κάποια τζαμαρία, κάποια πόρτα, κάποιος σεκιουριτάς. ‘Έλα να μου δείξεις πως μπορούμε να βελτιώσουμε αυτό το πράγμα που τόσα χρόνια ζυμώνεται, εξελίσσεται, αφομοιώνεται και αναγεννιέται μέσα από τις αντιφάσεις του. Έλα να με διορθώσεις και να με κάνεις να μάθω μέσα από τα λάθη μου. Έλα να ενώσουμε τις δυνάμεις, τις ελπίδες, τις αξίες και τα ιδανικά μας για να αλλάξουμε αυτόν τον γερασμένο κόσμο…

 Ή με την αντικουλτούρα και την ουτοπία ή με την αφομοίωση και την ξεφτίλα



 Javaspa, κατάθεση συναισθημάτων | Υφανέτ, Δεκέμβριος 2013.

2 μέρες hip hop αντικουλτούρας.
  
.........................................................
Άκου χιπ-χοπάκο



Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα που με έχω μετά την φασιστική, κρατική, φασιστική, πολιτική (αλά Λαμπράκη) δολοφονία του Παύλου Φύσσα ή αλλιώς mc Master P.  Παρ’ όλα αυτά, αν μπορούσα να τα ενσωματώσω μέσα στη λέξη εξοργισμένος, τότε είμαι ακόμα πιο πολύ εξοργισμένος με τον απολίτικο μικροαστικό μικρόκοσμο του ελληνόφωνου hip hop.

Έπρεπε να περάσει πάνω από μια δεκαετία και να έχουμε έναν ακόμα δικό μας άνθρωπο νεκρό από το δεξί χέρι του κράτους –τους φασίστες– για να αναφωνήσει απορημένο το εγχώριο hip hop κίνημα πως υπάρχει και πολιτικοποιημένο ραπ. Όταν κάποτε ραπάραμε για να πάνε οι “φασίστες πίσω στις τρύπες τους” πριν είναι αργά και οι πραγματικοί σύντροφοι mc’s γράφανε στίχους για την κρατική και εργασιακή βία, τη βία του καπιταλισμού και την αντιβία των κολασμένων, όλοι μιλούσαν για αναρχικούς (με υποτιμητική και απαξιωτική έννοια) ξεφυσώντας με δυσαρέσκεια και αναφωνώντας “τα ίδια και τα ίδια”*  και ότι βρισκόμαστε εκτός τόπου και χρόνου.

Όλοι αυτοί που λέγανε όλα αυτά χαμένοι μέσα στη μετάφραση του ποιος γαμάει ποιον και ποιος την έχει πιο μεγάλη, ξαφνικά συνειδητοποίησαν πως ο αντιφασισμός είναι τουλάχιστον αυτή την δεδομένη χρονική στιγμή το πιο αναγκαίο στοιχείο στο ελληνόφωνο hip hop. Υπάρχει όμως μια παράμετρος που ενώ είναι ξεκάθαρη και κραυγαλέα, κανένας και καμία δεν φαίνεται πως θέλει να εξαλειφθεί. Μετά λοιπόν την μόδα της “αναρχικής” hip hop ταυτότητας, φαίνεται πως τώρα έρχεται μια νέα ταυτότητα “φούσκα” με το όνομα αντιφασισμός.

Mc’s που δεν έχουν ιδέα από το τι σημαίνει δρόμος και τόσα χρόνια αφήνανε τους μπράβους να κοπανάνε σφραγίδες και να μοιράζουν σφαλιάρες και υποβιβασμούς, μιλάνε τώρα για κρατική και φασιστική βία. Mc’s που είναι αφεντικά με μαγαζάκια και επιχειρήσεις, που εδώ και χρόνια καρπώνονται την υπεραξία των εργαζομένων τους και αρπάζουν το χαρτζιλίκι νεαρών χιπ-χοπάδων, μιλάνε ξαφνικά για ενότητα** ενόψει του θανάτου ενός ακόμα ανθρώπου*** (θυμίζει πολύ την εμετική εθνική ενότητα –έναντι της ταξικής συνείδησης και των ταξικών συμφερόντων– που προωθεί το κράτος προκειμένου να κρατήσει υπό έλεγχο και να χειραγωγήσει τις μάζες).

Αυτό που κάποιοι το εκλαμβάνονται και του συμπεριφέροντε ως κοινό, οπαδούς ή πελάτες –εγώ τους ονομάζω και τους εκλαμβάνω ως συνδιαμορφωτές– άργησε να καταλάβει και να αποκρυσταλλώσει την hip hop πραγματικότητα. Η ξεκάθαρη πολιτική θέση του καθένα και της καθεμίας μέσα στο hip hop δεν είναι απλά αναγκαία αλλά αυτονόητη. Το hip hop είναι πολιτικό και όχι εμπορικό-εμπορευματοποιημένο. Το hip hop δεν είναι λόγια και ρίμες, αλλά πράξεις, δράσεις και τρόπος συμπεριφοράς.

Η νέα ταυτότητα του αντιφασίστα mc δεν διαμορφώνεται μέσα από μερικές “μπάρες” αλλά μέσα από την συμμετοχή στον πραγματικό αντιφασιστικό αγώνα που κουβαλάει μαζί του πολλές απώλειες που πονάνε (συλλήψεις, προφυλακίσεις, δικαστήρια, βασανιστήρια, εξευτελισμούς και η λίστα δεν έχει τελειωμό).

Το πολιτικοποιημένο hip hop δεν είναι μια φούσκα, μια ακόμη μόδα που θα έρθει και θα φύγει, αλλά το ίδιο το πραγματικό hip hop. Όσοι προσπαθούν να ακουστούν μέσα από αυτό το γεγονός. Όσοι προσπαθούν να αντλήσουν πολιτική και εμπορική υπεραξία. Όσοι προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πλασματική πολιτική ταυτότητα, είναι η ώρα να κάνουν ένα βήμα και να κλείσουν τα στόματά τους.

Το hip hop δεν είναι επικίνδυνο όταν αναπαράγεται μέσα από τζαμαρίες διαιωνίζοντας τις ληστρικές εργασιακές και καταναλωτικές σχέσεις. Το hip hop δεν είναι επικίνδυνο (ή αντιφασιστικό για να πιάσουμε το κλίμα των ημερών) όταν μιλάνε για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα άτομα που δεν βάζουν κανένα όριο με αυτούς που συνεργάζονται (mc’s μισογύνηδες, σεξιστές, ρατσιστές, «αρσενικοί» και αυτοαποκαλούμενοι καλλιτέχνες). Το hip hop είναι επικίνδυνο μόνο όταν παράγεται και αναπαράγετε μέσα από αυτοοργανωμένες διαδικασίες, συλλογικά, στους δρόμους και στις καταλήψεις…


.............................................................................................................

σημειώσεις



* Πως γίνεται οι πολιτικές αναλύσεις που εξ ορισμού είναι διαφορετικές ανά άτομο να θεωρούνται ίδιες, ενώ το μπάτλ ραπ που έχει την πιο κοινότυπη θεματολογία να μην θεωρείτε στην καλύτερη των περιπτώσεων πανομοιότυπο; Απορώ πως ο καθένας και η καθεμία αποδέχεται τους προσωπικούς εξευτελισμούς και υποβιβασμούς που εκστομίζει ο κάθε αρσενικός mc.

** Κατανοώ απόλυτα την λαχτάρα πολλών για μια ενοποιημένη hip hop σκηνή, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο μιλάμε για μια εμετική και επικίνδυνη ομοιομορφία. Η hip hop κοινότητα είναι μια μικρογραφία της υπάρχουσας κοινωνίας που κουβαλάει μαζί της όλα τα γνωστά προβλήματα και αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Όσοι εκφράζονται πραγματικά και πραγματικά κατανοούν την hip hop αντικουλτούρα δεν έχουν κανένα κοινό με τους mc’s του εμπορίου, των επιχειρήσεων, του σεξισμού της ομφοβίας του αντρισμού και λοιπών αισχρών συμπεριφορών και απόψεων

*** Σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, όταν μίλησα με καθαρά αντανακλαστικό και συναισθηματικό τρόπο για τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβρη του 2008, κάποιοι μου επιτέθηκαν λέγοντας πως εκμεταλλεύομαι το θάνατό του για λόγους που και οι ίδιοι δεν γνώριζαν. Ξαφνικά, οι ίδιοι άνθρωποι παίρνουνε τώρα το μέρος των καταπιεσμένων και μιλάνε για φασιστικές δολοφονίες. Φαίνεται πως αυτοί έχουν να κερδίσουν πολλά περισσότερα από έναν θάνατο.
__________________________________________________________________________________



Για τον όρο αναρχο-hip hop
Πολιτική υπεράσπιση και ανάλυση
(ολοκληρώθηκε)






Η πρώτη επαφή με τον όρο

Είναι –τουλάχιστον– η δεύτερη φορά που μπαίνω στη διαδικασία να υπερασπιστώ μια τόσο αθώα και αγνή έννοια, η οποία όχι μόνο παρερμηνεύθηκε, αλλά χρησιμοποιήθηκε από πολλούς ως μέσω αυτοπροβολής και άντλησης πολιτικής υπεραξίας μέσω της αύξησης του “επαναστατικού” προφίλ. Αν και το συγκεκριμένο ζήτημα έχει κυριολεκτικά χιλιο-ειπωθεί και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, θα αναφέρω κάποια σημαντικά γεγονότα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη χρήση –και όχι δημιουργία– αυτού του όρου από την πλευρά μου.
Για αρχή θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι ο όρος “αναρχικό hip hop” ή “αναρχο-hip hop” δεν είναι δικό μου δημιούργημα. Πρώτη φορά που άκουσα αυτόν τον όρο ήταν από έναν φίλο-σύντροφο πίσω στις αρχές προς μέσα του 2000 –ο οποίος μέχρι και σήμερα συνεχίζει να ασχολείται ενεργά με το hip hop– πριν την έναρξη μιας αυτοοργανωμένης συναυλίας (αν θυμάμαι καλά στη Ματσάγγου στο Βόλο). Δεν αναφέρω το όνομά του γιατί ο ίδιο μπορεί να μην το επιθυμεί, η ουσία όμως είναι ότι όταν ειπώθηκε από τον ίδιο και οι δύο μας τον μεταφράσαμε με τον ίδιο ακριβώς ενθουσιασμό και νόημα. Αυτό δηλαδή που θέλαμε να περιγράψουμε με την χρήση αυτού του όρου ήταν το hip hop το οποίο παράγεται και αναπαράγεται μέσα από καταλήψεις και γενικότερα μέσα από στιβαρές ιδεολογικές δομές αυτοοργάνωσης. Παρότι σαν όρος μου έκανε φοβερή εντύπωση, μπήκα σε διάφορες σκέψεις γιατί δεν μπορούσα ακόμα να δεχτώ ότι μια τόσο εκ βάσης πολιτικοποιημένη υποκουλτούρα θα μπορούσε να αποκτήσει το συνθετικό “-αναρχο” για να επιβεβαιώσει τον υπάρχον επαναστατικό-ελευθεριακό του χαρακτήρα. Συνεχώς έφερνα στο μυαλό μου αντίστοιχα παραδείγματα με πιο χαρακτηριστικό αυτό του αναρχο-πανκ. Εκείνη την περίοδο το μυαλό μου βρισκόταν βυθισμένο σε μια άκρως ρομαντική κατάσταση ώστε να μην μου επιτρέπει να κατανοήσω πλήρως έννοιες περί αναγκαιότητας υπεράσπισης, εκφυλισμού κ.λπ. Συγκεκριμένα για τις υποκουλτούρες hip hop και punk θεωρούσα πως η τοποθέτηση της φράσης “αναρχικό” ήταν απλά πλεονασμός. Έπρεπε λοιπόν να περάσουν μερικά χρόνια από τότε ώστε μέσα από πολιτικο-ιδεολογικές ζυμώσεις και συζητήσεις, να μπω στη διαδικασία της «επίσημης» χρήσης αυτού του όρου.
Χρονολογικά, το 2006 δημιούργησα ένα μικρό λογότυπο το οποίο τοποθέτησα στην κυκλοφορία “Χάσμα Γενεών”, ενώ στο συγκεκριμένο άλμπουμ συμπεριλήφθηκε το τραγούδι “αναρχο-hip hop και punk” στο οποίο επεξηγώ τις θέσεις μου γι’ αυτό τον πολιτικό όρο και τα κοινά κοινωνικο-πολιτικά στοιχεία μεταξύ αυτών των δύο υποκουλτούρων. Μεταγενέστερα, το 2009 στο άλμπουμ “Αναλώσιμοι άνθρωποι” και ενώ κάποια πράγματα δεν είχαν γίνει ξεκάθαρα, κυκλοφόρησε το “diss” κομμάτι “έχοντας δει”, στο οποίο αναφέρεται ότι “διαχωρίζω τη θέση μου προωθώ το αναρχικό”.
Πριν όμως γίνουν αυτές οι ηχογραφήσεις, προηγήθηκαν κάποια σημαντικά γεγονότα άξια αναφοράς.

Τι προηγήθηκε

Μπορεί να μην έχω εικόνα για το τι συμβαίνει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, για τον Βόλο όμως των αρχών του 2000 τα πράγματα βρισκόταν κυριολεκτικά σε ακραία κατάσταση. Οι τοπικές hip hop μπάντες και οι mcs ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ από άποψη πολιτικού στίχου βρισκόμασταν απλά σε ένα ανεξερεύνητο-άγνωστο στάδιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτέλεσε η συνάντησή μου με έναν φίλο την επόμενη μέρα μιας συναυλίας της Ματσάγγου. Συγκεκριμένα, το επόμενο πρωί είχαν ανταμώσει οι δρόμοι μας και επί ευκαιρίας με είχε ρωτήσει κατά λέξη: “Εσύ τώρα τι μουσική κάνεις; πως λέγετε αυτή η μουσική; πανκ δεν κάνεις;”. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε να πιστέψει –όσο και αν προσπαθούσα να του εξηγήσω– ότι υπάρχει πολιτικοποιημένο hip hop. Για μερικό κόσμο τότε (τουλάχιστον του Βόλου) ότι περιείχε πολιτικό στίχο με αναρχική-αντιεξουσιαστική ανάλυση βαφτίζονταν αυτόματα πανκ!.
Αυτή λοιπόν η έλλειψη όχι μόνο αντιεξουσιαστικού αλλά γενικότερα πολιτικοποιημένου στίχου στο hip hop, δημιούργησε πολλά προβλήματα σε όσους/όσες ταχθήκαμε συνειδητά με το στρατόπεδο της πολιτικοποιημένης-αυτοοργανωμένης έκφρασης.
Εγώ προσωπικά δέχθηκα φοβερά κακόβουλα σχόλια με κορυφαίο αυτό της χρήσης συνθημάτων σε μερικά ρεφρέν παλαιότερων κομματιών (η πολιτική υπεράσπιση της χρήσης τους σε τραγούδια υπάρχει σε παλαιότερο κείμενο). Βέβαια, mcs που ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ξεστομίζουν αντιμπατσικούς στίχους μέσα σε μαγαζιά, όχι μόνο βρίσκονται στο απυρόβλητο, αλλά αντιθέτως αποκτούν και πολιτική υπεραξία γι’ αυτό (sic!). Ασχέτως αν η μουσική τους πουλάει κυριολεκτικά (κατανάλωση στα μαγαζιά) και μεταφορικά (χαρακτηρισμοί όπως “γαμάτοι” και “μάγκες” από ακροατές).
Αυτές λοιπόν οι μπάντες και mcs του “όπου κάτσει” αποτέλεσαν –και συνεχίζουν να αποτελούν– το πιο μεγάλο πρόβλημα. Άτομα που δεν είχαν καμία σχέση και επαφή με την πολιτική δράση (συμμετοχή σε πολιτικές ομάδες, καταλήψεις, πολιτικές συνελεύσεις κ.ο.κ), καμία παρουσία στο δρόμο (απεργίες, πορείες κ.ο.κ.) και μηδενική αξιοπρεπή στάση (λίγο αυτοοργάνωση, λίγο μαγαζιά, λίγο πλατεία κ.ο.κ.), άρχισαν να προωθούν το υποτιθέμενο αναρχικό-επαναστατικό τους προφίλ χρησιμοποιώντας έννοιες που ουδεμία σχέση είχαν οι ίδιοι με αυτές τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Εκτός όμως όλων αυτών των ατόμων, ένα μεγάλο μέρος (μην πω το μεγαλύτερο) ανθρώπων που ακούν αυτή τη μουσική άρχισαν να βαφτίζουν ως “αναρχικό hip hop” οτιδήποτε περιείχε αντιεξουσιαστικό στίχο ή απλά o mc αυτοπαρουσιάζονταν ως αναρχικός-αντιεξουσιαστής (ακόμα και μέσα από τα καθεστωτικά μέσα όπως το mtv!).
Εν μέσω λοιπόν αυτών των καταστάσεων, επέλεξα με “βαριά την καρδιά” να χρησιμοποιήσω τον όρο αναρχο-hip hop όταν ακόμα και η λέξη αντεργκράουντ «είχε γίνει ταυτόσημη με το εμπορικό».
Σε αυτό όμως το σημείο όμως είναι σημαντικό να δούμε λίγο την ποιοτική διαφορά μεταξύ αυτών των ανθρώπων που κάνουν ότι κάνουν για αυτοπροβολή και αυτών που νοιάζονται πραγματικά γι’ αυτό που ονομάζεται αυτοοργανωμένο hip hop.
Όταν κάποιοι χιπ-χοπάδες άρχισαν να χρησιμοποιούν λογότυπα και όρους που είχανε σχέση με το “αναρχικό hip hop” λες και ήτανε στραγάλια, την ίδια στιγμή, πραγματικοί σύντροφοι και φίλοι που είναι χρόνια στον χώρο του αυτοοργανωμένου hip hop δεν μπήκαν καν σε αυτή τη διαδικασία. Αντιθέτως, ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που άσκησαν καλόβουλη και εύστοχη κριτική στο θέμα χρήσης αυτού του όρου. 



Τι πρεσβεύει αυτός ο όρος (συνοπτικά)



Αν και μόνο από το συνθετικό “αναρχικό” θα έπρεπε να είχαν γίνει ξεκάθαρες κάποιες αρχές, φαίνεται πως τελικά τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Επειδή είναι κουραστικό για όλους μας να επαναλαμβάνουμε τα ίδια πράγματα, θα αναφέρω επιγραμματικά κάποιες –κατ’ εμέ- σημαντικές θέσεις και πρακτικές:



Χωρίς αντίτιμο

Δεν είναι τζάμπα! Είναι μια κίνηση η οποία απευθύνεται στον κόσμο ο οποίος κατανοεί ότι η έκφραση δεν μπορεί να δημιουργεί σχέσεις κέρδους-εμπορευματικές σχέσεις. Το hip hop είναι η μουσική της αλληλομόρφωσης, της κατάθεσης βιωμάτων, προβληματισμών και γεγονότων που δεν έρχονται στην επιφάνεια από τα καθεστωτικά –και όχι μόνο– μέσα ενημέρωσης. Σε καμία εκδοχή του το hip hop δεν μπορεί να σταθεί απλά σαν μια μουσική των “πάρτι” που μπορεί να ταΐσει τον εκφραστή της, γιατί πολύ απλά δεν είναι αυτός ο σκοπός και η φιλοσοφία του. Η αυτοσυντήρηση ενός ατόμου μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα έρχεται μέσα από την εργασία και όχι από την εκμετάλλευση της αντικουλτούρας.



Αντιεμπορευματικό

Αυτή η λογική πρέπει να εφαρμόζεται και στον τρόπο με τον οποίο επιλέγει κάποιος να αναπαράγει την μουσική του σε όλες τις πιθανές εκδοχές. Αν κάποια μουσική μπάντα μοιράζει χωρίς αντίτιμο τη δουλειά της και παίζει σε μαγαζιά με ή χωρίς είσοδο, απλά συνεχίζει να αναπαράγει εμπορευματικές σχέσεις όπως και ληστρικές σχέσεις μεταξύ εργαζόμενων-αφεντικού. Η επιλογή του ιδεολογικού (αυτοοργάνωση) ή αποϊδεολογικοποιημένου (εμπόριο) στρατοπέδου πρέπει να είναι ξεκάθαρη και δεν μπορεί κάποιος να στέκεται μετέωρος μεταξύ αυτών των δύο όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Οποιαδήποτε ενδιάμεση στάση είναι άκρως εχθρική και δεν χωράει στην αυτοοργανωμένη έκφραση.



Κοινωνικός ρόλος του ατόμου:

Η ταξική θέση αυτού που ασχολείται με την αντικουλτούρα και γενικότερα με την αυτοοργανωμένη έκφραση είναι δομικό ζήτημα. Είναι ανήθικο να μιλάς με όρους των “από τα κάτω” ενώ εσύ βρίσκεσαι σε διαφορετική (ευνοϊκότερη) οικονομική και κοινωνική θέση. Άλλωστε το ίδιο το hip hop ξεκίνησε από ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με σκοπό να τους βγάλει από τον βούρκο της μιζέριας και της στέρησης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να είμαστε εργάτες και μετανάστες, αλλά το άτομο που εκφράζεται μέσα από τέτοιες δομές θα πρέπει τουλάχιστον να μην ζει και να μην συντηρείται από τον ιδρώτα άλλων ανθρώπων (π.χ. ενοίκια ή χρηματικά εμβάσματα από συγγενείς και φίλους που είναι εργοδότες).



Πολιτική δράση:

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν άνθρωποι αγωνιστές που είναι μέσα στο hip hop, οι οποίοι βρίσκονται κάθε μέσα στον κοινωνικό αγώνα και όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τον όρο αναρχικό hip hop για να προσδιορίσουν το ιδεολογικό πλαίσιο της μουσικής τους. Η πολιτική δράση είναι ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο για κάποιον που ταυτίζεται πλήρως με την αντικουλτούρα. Το hip hop από την βάση του έχει αγωνιστικό-αλληλέγγυο χαρακτήρα όταν ακόμα οι συμμορίες (π.χ. Black Spades) δημιουργούσαν ταμεία και ομάδες για οικονομική και ψυχολογική στήριξη παιδιών των γκέτο, που προέρχονταν από προβληματικές οικογένειες.  Όποιος μπαίνει στο hip hop δεν το κάνει για να “περάσει την φάση του” ούτε για να κάνει “απλά μουσική”. Μπαίνει γιατί έχει την ανάγκη και την επιθυμία να αλλάξει αυτόν τον κόσμο και γι’ αυτό το λόγο εκλαμβάνει το hip hop ως οπλοστάσιο των καταπιεσμένων (και όχι απλά ως ένα μουσικό είδος ή μια “ξενόφερτη” υποκουλτούρα).





Σύγκρουση με το υπάρχον

Πριν περίπου πριν μια δεκαετία ένας σύντροφος και φίλος μου είχε εξηγήσει πως “τρέμει” σαν πει την φράση “είμαι αναρχικός”, γιατί πολύ απλά πιστεύει ότι αποτελεί το ανώτερο πνευματικό επίπεδο του ανθρώπου και ένιωθε πως δεν ήταν έτοιμος για να ανταποκριθεί σε αυτή την “ιερή” ταυτότητα.  Σήμερα απλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όλοι όσοι βρίσκονται στην “περιφέρεια” του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος, με την παραμικρή αφορμή βροντοφωνάζουν ότι είναι αναρχικοί, ασχέτως αν στην καθημερινότητά τους ζουν μέσα σε χιλιάδες αντιφάσεις. Όταν λοιπόν μπαίνει κάποιος στη διαδικασία να βαφτίσει ως «αναρχική» την μουσική του ή την έκφρασή του, πρέπει να έρχεται καθημερινά σε πλήρη ρήξη και σύγκρουση με τις υπάρχουσες λογικές όπως σεξισμός, εθνικισμός/πατριωτισμός, μισθωτή εργασία, συμπεριφορές διαχωρισμού κ.ο.κ. Εκτός του κοινωνικού, ακόμα και μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, πρέπει να υπάρχει καθημερινή προσπάθεια αποβολής αυτών των –άκρως πολέμιων– συμπεριφορών. Μερικά τραγούδια και μερικοί στίχοι που θίγουν τέτοια θέματα δεν μπορούν να υπερκαλύψουν ή να δικαιολογήσουν ένα άτομο το οποίο ναι μεν τα λέει, αλλά στην προσωπική του ζωή δεν μετέχει πουθενά ή συμπεριφέρεται σαν ένα πλήρως αλλοτριωμένο άτομο.



Ενάντια στο θέαμα:

Όταν το ίδιο το hip hop είναι ενάντια στο θέαμα και ιδίως στην οικονομία που παράγεται μέσα από αυτό, τότε το hip hop που βαφτίζεται αυτοοργανωμένο ή αναρχικό δεν μπορεί παρά να το πάει ακόμα ένα βήμα πιο πέρα. Δεν γίνεται αποδεκτή καμία λογική που έχει σχέση με την προβολή αυτού που εκφράζεται μέσα από αυτό, ως καλλιτέχνης ή κάτι διαφορετικό-ανώτερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό και λογικές “stage”, παρακινήσεις του πλήθους να φωνάξουν το όνομα του mc ή συγκροτήματος κ.λπ., είναι άκρως πολέμιες και ανεπιθύμητες. Δεν είμαστε αυτοί που δημιουργούμε “οπαδούς” και “κοινό”, δεν είμαστε αυτοί που θα πιάσουν τα μικρόφωνα, θα πουν τι έχουν να πουν και θα φύγουν ή αντίστοιχα θα εμφανιστούν την τελευταία στιγμή. Στο αυτοοργανωμένο-αναρχικό hip hop υπάρχουν πάντα συζητήσεις μεταξύ όλων, πολιτικές τοποθετήσεις τόσο από τις ομάδες που διοργανώνουν την εκδήλωση όσο και από αυτούς που συμμετέχουν. Υπάρχει συλλογική δράση και προ πάντων, συλλογική ευθύνη.



Συλλογικότητα και αυτοοργάνωση

Η κουλτούρα του εμπορίου έχει την εμετική συνήθεια να βάζει άλλους να δουλεύουν (εργαζόμενοι/νες) γι’ αυτούς που θέλουν να εκφραστούν. Για μια συναυλία για παράδειγμα σε ένα μαγαζί, θα πρέπει την ίδια στιγμή να δουλεύουν σερβιτόρες/οι, μπαρίστες, καθαρίστριες κ.ο.κ., οι οποίοι/οποίες τις περισσότερες των περιπτώσεων είναι ανασφάλιστο0/εςι ή έχουν μειωμένες αποδοχές, εκτός της υπάρχουσας σχέσης τους ως οικονομικά υποκείμενα σε έναν εργοδότη (κεφάλαιο). Στην αυτοοργανωμένη έκφραση “δουλεύουν” όλοι για όλους χωρίς διαχωρισμούς, ιεραρχίες και φυσικά χωρίς την ύπαρξη οικονομικών-υπαλληλικών σχέσεων. Η μπάντα ή ο mc δεν συμμετέχει ως “καλλιτέχνης” αλλά ως άτομο που συνδιαμορφώνει οριζόντια μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό τα άτομα  που παίζουν σε μαγαζιά ή βρίσκονται στην αυτοοργάνωση αλλά συνεργάζονται με ανθρώπους που λειτουργούν μέσω του εμπορίου (ασχέτως αν χρησιμοποιούν «αναρχικό» ή «επαναστατικό» προφίλ) δεν έχουν καμία θέση στους χώρους της αυτοοργανωμένης έκφρασης.



         Επίλογος
Για να μην γίνω κουραστικός προσπάθησα να χωρίσω το κείμενο σε μικρές υποενότητες ώστε να είναι πιο ευκολόπεπτο για όποιον/όποια θελήσει να το διαβάσει ολόκληρο ή αποσπασματικά. Ταυτόχρονα, κάποιες θέσεις και ζητήματα αναπτύχθηκαν με σχεδόν αναφορικό χαρακτήρα και είναι πολύ πιθανό να μην έγιναν απολύτως κατανοητά. Παρ’ όλα αυτά, το παρόν κείμενο δεν θέλει σε καμία περίπτωση ούτε να φωτογραφήσει συγκεκριμένα άτομα ούτε να κάνει προσωπικές επιθέσεις. Είναι μια ακόμα προσωπική προσπάθεια κατάθεσης απόψεων και αποσαφήνισης κάποιων σημαντικών πραγμάτων, που κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το στάδιο της πλήρους αποϊδεολογικοποίησης.

                Το έχω αναφέρει επανειλημμένα ότι την πολιτικοποιημένη έκφραση δεν την κάνει το άτομο αλλά το σύνολο. Γι’ αυτό η ευθύνη δεν είναι μόνο ατομική αλλά ταυτόχρονα και συλλογική. Αν δεν θέλουμε να γίνουμε για πολλοστή φορά η μήτρα που θα γεννά νέα εναλλακτικά “ονόματα” που πάτησαν πάνω στις δομές και τον κόσμο του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος, πρέπει να επαναφέρουμε τα σαφή ιδεολογικά μας όρια. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να εξελιχθεί η hip hop αντικουλτούρα και να πάει ένα βήμα μπροστά. Αν δεν σφίξουμε το ιδεολογικό μας πλαίσιο, τότε η χαλάρωσή του στο όνομα της κοινωνικότητας ή κοινωνικής απευθύνεις θα μας οδηγήσει στην πλήρη αφομοίωση.



Στη χειρότερη περίοδο

βουτηγμένος στην ανεργία
στην άνοιξη του’13
javaspa


60-40 | ούτε στο κόστος, ούτε τζάμπα, είναι Χωρίς Αντίτιμο
......................................................................................................



Πόλη και graffiti | Ματσάγγου Βόλος
..........................................................................



Επιστροφή στις ρίζες
.................................................................




Καν'το σωστά ή άντε και γ...
.....................................................................




Συνθήματα σε τραγούδια: Πολιτική και ιδεολογική υπεράσπιση
.................................................................................................................




Αναλογική εποχή | Μπροσούρα του άλμπουμ 180 μοίρες (δεν περιλαμβάνεται εξώφυλλο)
................................................................................................................................................................





Η έκφραση των αρνήσεων και η αφομείωσή τους | Μπροσούρα από συντρόφους "Υποθάλπτες της αντικουλτούρας" (Αθήνα, 2006)
............................................................................................................................................................





Hip Hop & 4 στοιχεία: Από την ταξική μνήμη και ιστορία στον θάνατο και την αναγέννηση
.....................................................................................................................................................





ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΔΕΛΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ

 

αι ιστορία  

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

φτιάξε μια τα links για το: Javaspa | (Ένας δύσκολος) Νοέμβρης του 2011
δε δουλεύουν!

Ανώνυμος είπε...

Hip hop, 4 στοιχεία: από την ταξική μνήμη και ιστορία
--> Pdf download (Link 1)
ούτε αυτά :P

javaspa είπε...

Επιτέλους βρήκα τρόπο να ανεβάζω απευθείας σε pdf μέσω google drive. Θέλεις να επέμβεις λίγο σε κώδικα που δεν έχω ιδέα, αλλά σταδιακά πιστεύω θα γίνει η δουλειά